- Infokids.gr - https://www.infokids.gr -

Αντόνιο Βιβάλντι, ο “κόκκινος παπάς”

Ο πατέρας του ήταν εκπαιδευμένος φούρναρης με μουσικά ενδιαφέροντα και αργότερα έγινε βιολινίστας και ιμπρεσάριος όπερας. Λόγω αυτής της συγκυρίας ο γιος Αντόνιο Βιβάλντι που γεννήθηκε στη Βενετία, χλευαζόταν ότι «ξεφουρνίζει» σωρηδόν μουσική όπως ο πατέρας του ξεφούρνιζε ψωμιά. Το έργο του Βιβάλντι είναι όμως πολύ σημαντικό στον κόσμο της μουσικής, παρ’ ότι ο ασθενικός νεαρός ιερωμένος δεν έδινε αρχικά την εντύπωση σπουδαίου μουσικού.

 Ο Μπαχ, 7 χρόνια νεώτερος του Βιβάλντι, έμαθε για το σπουδαίο συνάδελφό του και διασκεύασε έργα του, όταν αυτός σταμάτησε να εκδίδει παρτιτούρες στην Ιταλία και συνεργάστηκε με Ολλανδούς, Έτσι κυκλοφόρησαν τα έργα του ευρύτερα στην Ευρώπη .
Ο Βιβάλντι σπούδασε μουσική και εκπαιδεύτηκε για ιερωμένος. Χειροτονήθηκε το 1703 και παράλληλα έγινε δάσκαλος βιολιού στο εκκλησιασατικό ορφανοτροφείο και στο σχολείο άπορων κοριτσιών. Λόγω της ασθενικότητάς του (είχε άσθμα και ίσως καρδιακά προβλήματα) απηλάγη από την υποχρέωση να εκτελεί τη λειτουργία και το 1716 που είχε γίνει ήδη ευρύτερα γνωστός ως δεξιοτέχνης του βιολιού και συνθέτης, προβιβάστηκε σε διευθυντή συναυλιών. 

Το 1718 ξεκίνησε περιοδείες με πολυπληθή συνοδεία, αρχικά σε όλη την Ιταλία και στο τέλος στη Βιένη, ίσως και στην Πράγα. Ο «κόκκινος παπάς», όπως τον αποκαλούσαν λόγω του χρώματος των μαλλιών του, συνέθεσε εκατοντάδες κοντσέρτα , πολλά εκκλησιαστικά έργα και δεκάδες όπερες. Συνοδευόταν από δύο αδελφές, παλιές μαθήτριες στο ορφανοτροφείο και εκπαιδευμένες τραγουδίστριες, τις οποίες η κοινωνία της Βενετίας θεωρούσε και ερωμένες του Βιβάλντι. Αν και πολύ εύπορος λόγω των σημαντικών εσόδων από τη μουσική του, είχε σπάταλη ζωή, με αποτέλεσμα στα τελευταία του χρόνια να καταλήξει στο πτωχοκομείο της Βιένης. Όταν πέθανε εκεί το 1741, ετάφη ως άπορος και μάλλον άγνωστος, γιατί είχε ήδη ξεχαστεί.

Τα έργα του Βιβάλντι είχαν χαθεί για σχεδόν 200 χρόνια και μόνο σε λίγους μυημένους ήταν γνωστό το όνομα και η σημασία του για τη μουσική του μπαρόκ . Στη δεκαετία του 1920 παρουσιάστηκαν σε ένα παλαιοπώλη μοναχοί κάποιου μοναστηριού της Ιταλίας και προσέφεραν παλαιά βιβλία και παρτιτούρες για να εισπράξουν χρήματα, με τα οποία θα συντηρούσαν τα κτίριά τους. Ο παλαιοπώλης, συμπτωματικά με σημαντική μουσική παιδεία, αναγνώρισε στις παρτιτούρες έργα της εποχής μπαρόκ και διέβλεψε Βιβάλντι. Δυστυχώς η συλλογή αυτή περιείχε μόνο τις ζυγές σελίδες από τις παρτιτούρες. Οι μονές σελίδες, όσο και αν αναζητήθηκαν, δεν βρέθηκαν σ’ αυτό το μοναστήρι ή σε άλλο της περιοχής. ‘Αρχισε τότε μια αστυνομική αναζήτηση, στην οποία συνέβαλε και το δικτατορικό καθεστώς του Μουσολίνι, με αποτέλεσμα να εντοπιστούν οι μονές σελίδες μετά από αρκετά χρόνια στην κατοχή ενός υπέργηρου βιομήχανου, ο οποίος γνώριζε τη σημασία των εντύπων που κατείχε και δεν τα έδινε για κανένα χρηματικό ποσό. Μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, πιθανόν και με πιέσεις από το δικτατορικό καθεστώς, δέχτηκε ο βιομήχανος να παραδώσει τις μονές σελίδες και έτσι δόθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα στη δημοσιότητα εκατοντάδες έργα του μεγάλου Ιταλού συνθέτη.