Ένα πανέμορφο παραμύθι από την Τσεχία

Κρκόνοσε (στα Τσέχικα Krkonoše) είναι η ψηλότερη βουνοσειρά της χώρας, απλώνεται βορειοανατολικά στα σύνορα με την Πολωνία. Βρίσκεται εκεί το ψηλότερο βουνό της Τσεχίας “Σνιέζκα” (1603 μ) και η πηγή του ποταμού Έλβα. Η περιοχή σήμερα είναι εθνικός δριμός και εξαιρετικά αγαπημένος τουριστικός προορισμός όλο το χρόνο. Η δύσκολη πρόσβαση στην περιοχή στο παρελθόν και οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης έγιναν οι βασικοί παράγοντες δημιουργίας ξεχωριστού πολιτισμού σε εκείνη της παραμυθένιας γωνιάς της κεντρικής Ευρώπης. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ένα από τα χαρακτηριστικά παραμύθια που διηγούνται εκεί.

Κύριε, υπάρχει ο Κράκονος;

Μέσα στην τάξη έκανε ζέστη, ο δάσκαλος ακόμα πριν ξεκινήσει το μάθημα, γέμισε τη σόμπα με μπόλικα ξύλα, έλεγξε αν όλα τα παιδιά βγάλανε τα πανωφόρια τους μουσκεμένα από το χιόνι να μην κρυώσουν και να προλάβουν να στεγνώσουν μέχρι να πάνε στα σπίτια τους. Μερικά από τα παιδιά της τάξης φτάνουν στο σχολείο περπατώντας κάμποσα χιλιόμετρα, αλλά κανένα απ’ αυτά δεν θα έχανε το σχολείο με τίποτα. Τόσο πολύ αγαπούν το δάσκαλό τους. Ποτέ δεν τους αφήνει με απορίες, ελεύθερα μπορούν να τον ρωτήσουν οτιδήποτε. Ο δάσκαλος κάνει συλλογή από παραμύθια και όταν μένει χρόνος διαβάζουν ιστορίες από το σημειωματάριό του. Τότε στην τάξη επικρατεί τέτοια σιωπή που θα άκουγες ακόμα και τη βελόνα όταν πέφτει:
«Κύριε, ο Λόιζα λέει πως είδε τον Κράκονος να κάνει σκι στις βουνοκορφές. Αλλά Κράκονος δεν υπάρχει! Ο Λόιζα λέει ψέματα!»
Ο δάσκαλος χαμογέλασε: «Ξέρεις Μάρτιν, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η ζωή είναι δύσκολη εδώ στα βουνά. Ειδικά το χειμώνα. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να νιώθουν πως κάποιος τους προστατεύει. Έτσι επινοήσανε τον Κράκονος, τον προστάτη των βουνών μας. Για μας που ζούμε εδώ υπάρχει. Σκέψου πόσες ιστορίες για τον Κράκονος ξέρεις; Εγώ τις καταγράφω. Ήδη έχω μια μεγάλη συλλογή.»
«Πέστε μας ένα παραμύθι για τον Κράκονος, κύριε…» παρακαλούσαν τα παιδιά.

«Τι να σας κάνω; Τις ασκήσεις σας τις έχετε κάνει;»
«Ναιιιι.»
«Καλά. Έλα Ρόζιτσκα μπροστά. Θα διαβάζεις να ακούνε όλοι». Ο δάσκαλος τοποθέτησε μια καρέκλα για την Ρόζιτσκα μπροστά στον πίνακα κι άρχισε να ψάχνει την κατάλληλη ιστορία στο σημειωματάριό του. Έξω σφύριζε αέρας κι ανακατευόταν με τη φωνούλα της Ρόζιτσκα ώστε το παραμύθι έμοιαζε πραγματικό:
«Στα βουνά που αγκαλιάζουν τη Βοημία ζει ο Κράκονος. Άντρας ψηλός και δυνατός, με μακριά γένια, κεφάλι καλυμμένο με ένα πελώριο καπέλο με φτερό πέρδικας, τυλιγμένος σ’ ένα μακρύ μαντύα, φοράει ψηλές μπότες. Στο χέρι του πάντα κρατάει μια μακριά γκλίτσα η οποία, όπως λένε, είναι μαγική. Ο Κράκονος προστατεύει τα ζώα, τα φυτά αλλά και τους ανθρώπους των βουνών. Τους σωστούς τους βοηθάει και τους κακούς τους τιμωρεί. Κάθε μέρα ελέγχει τα βουνά για να δει πού χρειάζεται βροχή, από πού να περάσει ο άνεμος χωρίς να κάνει ζημιά, στερεώνει τα βράχια να μην πέφτουν στα κεφάλια των ανθρώπων, την άνοιξη δημιουργεί ρυάκια να μην πνιγούν οι άνθρωποι από το χιόνι που λιώνει, ετοιμάζει τάισμα στα ζώα πριν το χειμώνα, φυτεύει βότανα και μανιτάρια, μετράει αυγά στις φωλιές, καθαρίζει τις πηγές, χτενίζει τις βελόνες των πεύκων και στρώνει το βρύο για κείνους που θα κοιμηθούν στο δάσος. Αν παρατηρεί κάποιον που θέλει να πλουτίζει εις βάρος των συνανθρώπων του, ο θυμός του δεν έχει όρια.

Όλα θα πήγαιναν ρολόι στα βουνά αν ο Κράκονος δεν είχε για γείτονα τον Ζήλομπερκ, έναν αλλαζόνα, που υποστήριζε πως είναι αριστοκράτης με οικόσημα. Γεμάτος ζήλια και κακία, το μόνο που προσπαθούσε πραγματικά ήταν να πλουτίσει χωρίς δουλειά. Όλοι έπρεπε να τον αποκαλούν «Κύριε», παρόλο που έμενε σ’ ένα λίγο καλύτερο χωριατόσπιτο και τα χωράφια του είχαν πιο πολλές πέτρες παρά πατάτες.

Τότε, είχε τρεις υπηρέτες – την Άντσε, τον Κούμπα και ένα δασοφύλακα. Ο Ζήλομπερκ δεν ήθελε να ακούσει ούτε λέξη για τον Κράκονος. Τον ζήλευε φοβερά και για ό,τι συνέβαινε, για τον Ζήλομπερκ έφταιγε πάντα ο Κράκονος. Το χειμώνα παραπονιόταν για το χιόνι και το κρύο, το καλοκαίρι για τον ήλιο και τη ζέστη, το φθινόπωρο τον πείραζαν οι ομίχλες και την άνοιξη είχε πονοκέφαλο από το κελάηδισμα των πουλιών.
«Μάγια κάνει, το υπογράφω. Το χορτάρι στα λιβάδια του είναι ψηλό σαν το σιτάρι στην πεδιάδα του Έλβα, το κτήμα του είναι γεμάτο ζώα, παντού λουλούδια, διάφορα βότανα, βατόμουρα μεγάλα σαν τα κεράσια μας…» φώναζε νευριασμένος Ζήλομπερκ ενώ οι υπηρέτες του τρέχανε γύρω του για να τον περιποιηθούν.
«Ο Κράκονος δουλεύει πολύ. Δεν σταματάει ούτε δευτερόλεπτο γι’ αυτό τα έχει όλα νοικοκυρεμένα», είπε ο δασοφύλακας ο οποίος συχνά παρακολουθούσε τον Κράκονος να ασχολείτεαι με περισσή επιμέλεια και υπομονή με το νοικοκυριό του.
«Ο Κράκονος δεν έχει φάει τα ελάφια του το Πάσχα σαν εσάς, ούτε κάνει ομελέτα από αυγά φασιανών», είπε ειρωνικά η Άντσε που δεν φοβόταν καθόλου το αφεντικό της και του έλεγε τα πάντα κατάμματα.
«Πάψε θρασύτατη! Εγώ είμαι αριστοκράτης. Δεν θα τρώω σαν τον κάθε χωριάτη. Και όσο αφοράει τον Κράκονος, εκείνος κάνει μάγια κι έτσι μου προκαλεί ζημιές. Αυτό είναι απαράδεχτο». Ο Ζήλομπεργκ σκέφτηκε για λίγο και ξαφνικά πρόσταξε στο δασοφύλακα: «Πάρε μία καραμπίνα και πάμε στο δάσος! Κι εσύ Άντσε, ετοίμασε κολατσιό. Στο φρέσκο αέρα ανοίγει η όρεξη. Κούμπα, φέρε μου το πράσινο σακάκι και το καπέλο με το φτερό!»
Ο Ζήλομπεργκ με τη βοήθεια των υπηρετών του ετοιμάστηκε και έφυγε με το δασοφύλακα. Δεν περπατούσαν ούτε μισή ώρα όταν φτάσανε στο δάσος όπου στο πρώτο δέντρο βρισκόταν κρεμασμένη μια μεγάλη ταμπέλα:
ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΚΟΝΟΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ
ΑΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΜΕ ΚΑΛΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ.

«Κύριε, εμείς δεν πάμε στο δάσος μας;» ρώτησε απορρημμένος ο δασοφύλακας.
«Όχι βέβαια. Πάμε στον Κράκονος.»
«Θα κυνηγήσουμε εκεί;» ρώτησε πάλι ο δασοφύλακας και έτρεμε από το φόβο.
«Φυσικά. Ούτως ή αλλιώς τα δικά μας ζώα σε εκείνον πήγαν. Πάμε να τα πάρουμε πίσω. Τι στέκεσαι; Έλα!» Ο δασοφύλακας δεν ήξερε αν φοβάται πιο πολύ το αφεντικό του ή τον Κράκονος. Μπαίνοντας βαθιά στο δάσος ήταν λες και ξαφνικά βρέθηκαν στο παράδεισο. Ελάφια, ζαρκάδια, λαγοί και φασιανοί βοσκούσαν μπροστά στα μάτια του Ζήλομπεργκ σαν να μην υπήρχε. Αρκούδες, λύκοι και αλεπούδες κοιμόντουσαν ανενόχλητοι στον ήλιο. Στον αέρα αετοί κι άλλα πουλιά, πάνω στα λουλούδια πεταλούδες και άγριες μέλισσες… Τα λουλούδια και το ρετσίνι μύριζαν μέχρι που στο δασοφύλακα ήρθε η ζάλη. Ο Ζήλομπεργκ, όμως, δεν είχε συγκινηθεί καθόλου με την απερίγραπτη ομορφιά. Κατέβασε την καραμπίνα από τον ώμο κι άρχισε να ρίχνει αριστερά δεξιά. Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Τα ζώα έτρεχαν να κρυφτούν αλλά δυστυχώς μερικά απ’ αυτά δεν γλίτωσαν από τα σκάγια του Ζήλομποεργκ ο οποίος πυροβολούσε σαν στη μάχη του Χράντετς με τους Πρώσους. Ρίχνοντας φώναζε στο δασοφύλακα: «Μη στέκεσαι σαν στη θεία κοινωνία και πυροβόλα!»

Ο Κράκονος άκουγε τους κρότους και πριν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, φτάσανε τα πουλιά φωνάζοντας όλα μαζί: «Ο Ζήλομπεργκ ήρθε στο δάσος μας για κυνήγι.»
«Τι; Αδύνατον», δεν μπορούσε να το πιστέψει ο Κράκονος. Αλλά με τη γκλίτσα του που λειτουργούσε και σαν κυάλι κοίταξε προς την κατεύθυνση του κρότου: «Ζήλομπεργκ, να είσαι βέβαιος πως δεν θα φας ούτε μπουκιά από τη λεία σου,» είπε και χτύπησε με το μπαστούνι του κάτω. Αμέσως, πάνω από το κεφάλι του εμφανίστηκαν σύννεφα. Ο Κράκονος τέντωσε τα χέρια του, τα έπιασε, τα γέμισε με νερό και χαλάζι που κουβαλούσε πάντα στο σακίδιό του και κάλεσε τον αέρα να τα πάει στο Ζήλομπεργκ. Με αυτό τον τρόπο τελείωσε το μακελειό. Ο Ζήλομπργκ με το δασοφύλακα φτάσανε σο σπίτι μούσκεμα. Ο Ζήλομπερκ φυσικά αμέσως ξεκίνησε να διατάζει: «Άντσε, τσάι! Και ρούμι! Γρήγορα και ζεστές κάλτσες! Κούμπα, φόρτωσε τη σόμπα! Θεέ και Κύριε, ποσό αργόστροφοι είστε! Δε βλέπετε πως κρυώνω. Και τώρα Κούμπα, σφαίρα, ετοίμασε το κρέας, Άντσε! Άντσε, πού χαζεύεις; Τους λαγούς τους θέλω με κρέμα γάλακτος, τα ζαρκάδια στο φούρνο και πού ‘σαι; Το αγριογούρουνο το θέλω καπνιστό, το ελάφι κρασάτο, τις πέρδικες με γέμιση από δαμάσκηνα….»

Όταν ο Κούμπα είδε στην αυλή τόσα νεκρά ζώα κατάλαβε πως είναι από το δάσος του Κράκονος. Το ίδιο και η Άντσε: «Κύριε, ο Κράκονος δεν θα το αφήσει έτσι. Θα δείτε!»
«Δεν σε πληρώνω για τις απόψεις σου,» απάντησε νευριασμένος Ζήλομπερκ «Σιγά μη τα είχε και μετρημένα,» γελούσε ο Ζήλομπεργκ και χαιρέκακα έτριβε τα χέρια του. Αυτή τη στιγμή αισθανόταν έξυπνος, μεγάλος και τρανός.
Ο Κούμπα, λοιπόν, χωρίς καμία όρεξη έπιασε δουλειά. Μόλις ακούμπησε τον πρώτο λαγό να του βγάλει την κοιλιά, το ζώο ζωντάνεψε και πήρε δρόμο. Το ίδιο και ο δεύτερος λαγός. Η πέρδικα πέταξε. Μόνο το ελάφι έμπλεξε λίγο τα πόδια του πριν σηκωθεί. «Κύριε, ελάτε να δείτε!» φώναξε σοκαρισμένος ο Κούμπα στον Ζήλομπερκ. Όλα τα ζώα μπροστά στα μάτια του ζωντάνεψαν και τρέξανε να φύγουν. Ο Ζήλομπερκ μόλις το είδε, άρχισε να στολίζει τον Κράκονος με βρισιές στα τσέχικα και στα γερμανικά, ό,τι τουερχόταν τη στιγμή: «Ντονρ-βετρ, κρουτσαϊς ελεμεντ!» Δεν ένιωθε καθόλου τύψεις. Όταν πέταξε και ο τελευταίος φασιανός έφτασε ο Κράκονος. «Ελπίζω, γείτονα, πως πήρες το μάθημα σου. Αυτή τη φορά διασκέδασα με την απληστία σου. Την επόμενη φορά θα γνωρίσεις τον πραγματικό μου θυμό», είπε και εξαφανίστηκε. Στην αυλή έμεινε μόνο ο λίγος καπνός από την πίπα του.
Ρωτάτε αν ο Ζήλομπερκ πήρε το μάθημά του; Μπορείτε να μαντέψετε! Και αν δεν είστε σίγουροι, διαβάστε και άλλα παραμύθια που διηγούνται στα βουνά που προστατεύει ο Κράκονος ή πηγαίνετε εκεί και ρωτήστε τον ίδιο. Έχει να σας πει ιστορίες…»

Σημ.: Εικόνες στο κείμενο είναι από τις ταινίες: “Κράκονος και οι σκιέρ” (Krakonoš a lyžníci 1980) και “Παραμύθια της βουνοσειράς Κρκόνοσε” (Krkonošské pohádky, 197

Το διδακτικό τσέχικο παραμύθι μάς παραχώρησε μια παρέα φίλων από την Τσεχία που ζουν σε μια μικρή πόλη στην Κρήτη. Μπορείτε να διαβάσετε και άλλα ωραία στο blog τους, στη διεύθυνση http://mamampampaelate.blogspot.com/.