Γράμμα στο αγέννητο παιδί μου – Η εξομολόγηση ενός μπαμπά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα

Παιδί μου, καλημέρα. Δεν ξέρω πώς να σε αποκαλέσω γιατί ακόμη δεν γεννήθηκες. Δεν έχεις συλληφθεί καν. Θα έπρεπε να ήσουν μαζί μας, αλλά όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, λένε ότι ο Θεός χαμογελά. Η μητέρα σου και εγώ πέσαμε πάνω στην οικονομική κρίση. Σαν αποτέλεσμα, αποφασίσαμε να φύγουμε από τη χώρα, να διεκδικήσουμε καλύτερες συνθήκες ζωής για να γεννηθείς, για εμάς, αλλά και για τους ανθρώπους γύρω μας.

Το γράμμα αυτό γράφεται και (ίσως) δημοσιευτεί σε κάποιο ηλεκτρονικό μέσο. Ίσως όταν μεγαλώσεις αυτή η μέθοδος να σου φαίνεται σαν γράμμα σε πάπυρο. Ίσως να το βρεις, ίσως και όχι.

Παιδί μου, δεν σου γράφω για να κλαφτώ, ούτε για να απολογηθώ για την καθυστέρησή σου. Και όχι, δεν έβαλα στοίχημα να κάνω παιδί «όταν ξαναπάρει πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός» γιατί προς το παρόν η επιστήμη δεν έχει προχωρήσει τόσο πολύ…

Σου γράφω τώρα, από μια ξένη χώρα, αναζητώντας δουλειά, κάποιες σκέψεις. Σκέψεις, ελπίζω, κάπως διαχρονικές.

Στην Ελλάδα είχα τη δουλειά μου. Η εταιρία βέβαια δεν πήγαινε καλά, αλλά εγώ πληρωνόμουν. Αν δεν κλείναμε, κάποιος θα μας εξαγόραζε και εγώ ίσως συνέχιζα να πληρώνομαι. Κάθε μέρα που περνούσε όμως, η δουλειά μίκραινε. Και μαζί λιγόστευαν αυτά που είχα να κάνω. Στο τέλος είχε μείνει απλώς η αργομισθία. Ήμουν 34 τότε. Πήγαινα στο γραφείο, έμπαινα στο ίντερνετ, και περίμενα. Το όνειρο κάποιων. Πέρασε κοντά ένας χρόνος έτσι. Εν τω μεταξύ, στο Σύνταγμα μέρα παρά μέρα φασαρίες, στη Βουλή ναζιστές και ηθοποιοί κάθε είδους, τα πανεπιστήμια κλειστά, τα σχολεία το διάλειμμα για το φροντιστήριο, οι τιμές παρανοϊκές, και κανείς δεν ήθελε να δουλέψει. Και απλώς περιμέναμε. Η ζωή μας δεν ήταν δική μας πλέον. Ούτε και τα λεφτά μας, επί τη ευκαιρία. Αν δεν μας τα έπαιρναν κατευθείαν από τους λογαριασμούς μας, κάτι κεντρικές τράπεζες έπαιζαν με την αξία τους.

Πήραμε λοιπόν την απόφαση. Μια απόφαση. Να ξαναπάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Δύσκολη απόφαση, είχαμε και εμείς γονείς… Πρώτη βρήκε νέα δουλειά η μαμά σου. Ναι, πρέπει να το έχεις πάρει χαμπάρι μέχρι τώρα ότι αυτή είναι η έξυπνη. Εγώ, την ώρα που γράφεται αυτό, ψάχνω. Τα παράτησα και ξενιτεύτηκα έτσι. Κάποιες μέρες έχω υπομονή, κάποιες όχι. Σήμερα δεν έχω. Τίποτα δεν είναι εύκολο. Θα σου πω όμως κάτι. Κάποιοι, πολλοί, κοιτάζουν τι λογότυπο θα βάλουν στην κάρτα τους, και τι λεφτά στον τραπεζικό λογαριασμό. Εγώ είχα μια άσβεστη ανάγκη για περισσότερα. Είχα ανάγκη να κάνω, να δημιουργήσω. Οι ώρες, τα όρια, δεν με ενδιέφεραν ποτέ ιδιαίτερα. Αν στο τέλος της ημέρας η δουλειά ήταν καλή, γύριζα σπίτι με χαμόγελο. Δεν ξέρω αν θα το καταφέρω, αλλά αν δεν προσπαθήσω θα είμαι ήδη ζόμπι πριν με γνωρίσεις.

Παιδί μου, είμαστε όλοι όντα με ενέργεια. Όλος ο κόσμος στρείδι μας. Κάπου το ξεχνάμε, και τελικά μοναδική φιλοδοξία απομένει το να σπουδάσουμε ένα παιδί να καταφέρει αυτά που δεν καταφέραμε εμείς. Αυτά σε μια κοινωνία, σήμερα την ελληνική, που είναι διαποτισμένη με το μίσος. Αριστεροί μισούν τους Δεξιούς, φιλελεύθεροι τους κοινωνιστές, ιδιωτικοί υπάλληλοι τους δημοσίους, φτωχοί τους πλούσιους και πλούσιοι τους φτωχούς… Οι πολιτικοί παραμένουν στην εξουσία ποτίζοντας το δέντρο του μίσους.

Και οι συμπατριώτες μου… αυτοί κοιτάζουν είτε χάμω φοβισμένοι, είτε μπροστά για να δουν ό,τι μισούν. Όχι, τον ουρανό κανείς δεν τον κοιτάζει. Ούτε τον εαυτό του και τις δυνατότητές του.

Παιδί μου, σου γράφω, για να θυμάσαι πάντα αυτό. Κανείς να μη σου πει τι μπορείς ή τι δεν μπορείς να κάνεις. Πέταξε, άνοιξε φτερά, μη σε φοβίσουν, μη σε εκβιάσουν. Η ζωή είναι γεμάτη νταήδες. Και η ψυχή πολύ ελεύθερη για να κλειδώνεται…

Πηγή: Protagon.gr