Νέο φάρμακο για το μελάνωμα

Νέα εξατομικευμένη θεραπεία, σε συνδυασμό με νέο διαγνωστικό τεστ έρχεται να δώσει ελπίδες σε ασθενείς με μεταστατικό μελάνωμα, στοχεύοντας το γενετικό μονοπάτι που εμπλέκεται στην εξέλιξη της νόσου.
Οι τελευταίες έρευνες έδωσαν ένα απλό χάπι, που θα λαμβάνεται 2 φορές την ημέρα από τον ασθενή που πάσχει από μελάνωμα. Τα ενθαρρυντικά νέα ανακοινώθηκαν στο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), που διεξήχθη στο Σικάγο των ΗΠΑ (3-7 Ιουνίου), ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην ιατρική έρευνα.

Η συγκεκριμένη -και πιο επικίνδυνη- μορφή καρκίνου του δέρματος αποδίδεται πλέον σε μεγάλο ποσοστό (το 50% περίπου των ανθρώπων που προσβάλλονται) στην ύπαρξη ενός ελαττωματικού γονιδίου που μας καθιστά πιο ευαίσθητους στην ηλιακή ακτινοβολία. Το νέο φάρμακο -που έχει ήδη δοκιμαστεί πειραματικά σε 670 ασθενείς σε Ευρώπη, Καναδά και Αυστραλία- χορηγείται αποκλειστικά σε εκείνους που έχουν το συγκεκριμένο γονίδιο, αντικαθιστά την χημειοθεραπεία και αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης κατά δύο τρίτα. Οπως δήλωσε ο δρ Τζέιμς Λάρκιν, του Royal Masden Hospital, επικεφαλής του σχετικού προγράμματος στην Μεγάλη Βρετανία: «Επί χρόνια η χημειοθεραπεία ήταν η μοναδική θεραπευτική επιλογή για το μελάνωμα και τα αποτελέσματα δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Πλέον γνωρίζουμε ότι υπεύθυνη για την εκδήλωση της αρρώστιας είναι η μετάλλαξη του γονιδίου BRAF και σε αυτό επικεντρώνουμε». Η μελέτη έδειξε ότι ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε κατά 63% στους ασθενείς που έλαβαν βεμουραφενίμπη, σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν χημειοθεραπεία. Επιπλέον, η βεμουραφενίμπη μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο εξέλιξης της νόσου κατά 74%, σε σύγκριση με την κλασική θεραπεία. Οι φαρμακευτικές εταιρείες πίσω από το νέο σκεύασμα, ανακοίνωσαν ότι θα υποβάλουν άμεσα αίτηση ώστε το vemurafenib -αυτή είναι η προσωρινή ονομασία του φαρμάκου- να πάρει άδεια κυκλοφορίας από τους αρμόδιους, διεθνείς οργανισμούς. Το μελάνωμα έχει τα τελευταία χρόνια κατακτήσει τη δεύτερη θέση μεταξύ των διαφόρων μορφών καρκίνου στις ηλικίες 15 έως 34 στη Μεγάλη Βρετανία. Η νέα θεραπευτική αγωγή -αν εγκριθεί- θα κοστίζει αρκετές δεκάδες χιλιάδες ευρώ ανά έτος για κάθε ασθενή.