Αγαπημένε μου Ματιέ,
Αγαπημένε μου Τομά,
Όταν ήσαστε μικροί, έμπαινε καμιά φορά στον πειρασμό να σας κάνω δώρο τα Χριστούγεννα ένα βιβλίο, έναν Τεντέν, για παράδειγμα. Μετά θα το κουβεντιάζαμε μαζί. Τον ξέρω καλά τον Τεντέν, έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του πολλές φορές.
Δεν το έκανα ποτέ, θα ήταν μάταιο. Δεν ξέρατε να διαβάζετε. Δεν θα μάθετε ποτέ να διαβάζετε. Τα Χριστουγεννιάτικα δώρα σας θα είναι, μέχρι το τέλος, κύβοι ή αυτοκινητάκια…
Τώρα που ο Ματιέ έφυγε για να πάει να ψάξει την μπάλα του σε ένα μέρος όπου δεν μπορούμε πια να τον βοηθήσουμε να τη βρει, τώρα που ο Τομά, πάντα στη Γη, πετάει όλο και περισσότερο στα σύννεφα, εγώ θα σας προσφέρω, παρ’ όλα αυτά, ένα βιβλίο. ‘Ένα βιβλίο που έγραψα για εσάς. Για να μη σας ξεχάσουν, για να μην είστε μονάχα μια φωτογραφία σε μια ταυτότητα αναπήρου. Για να γράψω όσα δεν σας είπα ποτέ. Τις τύψεις μου, ίσως. Δεν υπήρξα πολύ καλός πατέρας. Ήταν πολλές οι φορές που δεν σας άντεχα, που μου ήταν δύσκολο να σας αγαπώ. Μαζί σας χρειαζόταν αγγελική υπομονή, κι εγώ δεν είμαι άγγελος.
Για να σας πω ότι λυπάμαι που δεν μπορέσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί, ίσως και για να σας ζητήσω συγγνώμη επειδή βγήκατε όπως βγήκατε.
Σταθήκαμε άτυχοι, κι εσείς κι εμείς. Μας έπεσε απ’ τον Ουρανό, ήταν αυτό που λέμε κεραμίδα.
Σταματάω να παραπονιέμαι.
Όταν μιλάμε για ανάπηρα παιδιά, παίρνουμε το ανάλογο ύφος, όπως όταν μιλάμε για κάποια καταστροφή. Θα ήθελα, για μια φορά, να προσπαθήσω να μιλήσω για εσάς χαμογελώντας. Με κάνατε συχνά να γελάω, και όχι πάντοτε άθελά σας.
Χάρη σ’ εσάς, είχα κάποια πλεονεκτήματα σε σχέση με τους γονείς των φυσιολογικών παιδιών. Δεν με απασχόλησαν ποτέ οι σπουδές σας, ούτε ο επαγγελματικός προσανατολισμός σας. Δεν χρειάστηκε να αμφιταλαντευτούμε ανάμεσα στη θετική και τη θεωρητική κατεύθυνση. Ούτε να ανησυχήσουμε για το τι θα κάνατε αργότερα, μάθαμε από πολύ νωρίς τι θα κάνατε: τίποτα.
Και, το κυριότερο, είχα για πολλά χρόνια το προνόμιο να μην πληρώνω τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτου. Χάρη σ’ εσάς, μπορούσα να κυκλοφορώ με μεγάλες αμερικάνικες κούρσες.
Πατέρας δύο παιδιών με βαριά αναπηρία, ο Ζαν – Λουί Φουρνιέ επιστρατεύει όλο το απελπισμένο χιούμορ του σε μια αφήγηση όπου το τραγικό εναλλάσσεται με το κωμικό, η δυστυχία και η φρίκη με την τρυφερότητα και την αγάπη, κι όπου το παράλογο υψώνει το ανάστημά του απέναντι στην ανελέητη πραγματικότητα. Περιγράφοντας στιγμές από την καθημερινή ζωή του Ματιέ και του Τομά, ο Φουρνιέ συγκινεί, ευαισθητοποιεί, και πετυχαίνει τον στόχο του: οι αναγνώστες του δεν θα ξεχάσουν ποτέ τους μικρούς Ματιέ, τους μικρούς Τομά.
Κάθε φορά που ο Τομά, δέκα χρονών, μπαίνει στην Καμάρο, κάνει την ίδια πάντα ερώτηση: «Πού πάμε, μπαμπά;»
Στην αρχή απαντάω: «Πάμε στο σπίτι».
Το επόμενο λεπτό, και με την ίδια φυσικότητα, ξανακάνει την ίδια ερώτηση, δεν εμπεδώνει. Στο δέκατο «Πού πάμε, μπαμπά;» δεν απαντώ πια…
Δεν ξέρω πια πού πάμε, καημένε μου Τομά.
Πάμε για φούντο. Πάμε να πέσουμε πάνω σε έναν τοίχο.
Ένα ανάπηρο παιδί, ύστερα δύο. Γιατί όχι τρία…
Δεν το περίμενα.
Πού πάμε, μπαμπά ;
Θα πάρουμε τον αυτοκινητόδρομο, στο αντίθετο ρεύμα.
Πάμε στην Αλάσκα. Πάμε να χαϊδέψουμε τις αρκούδες. Να μας καταβροχθίσουν…
Διαβάστε το ! Αξίζει…
Πού πάμε μπαμπά;
Ζαν – Λουί Φουρνιέ
Εκδόσεις Μελάνι
Πηγή: https://angelou-kea.blogspot.com