Όταν τα ντόνατς νίκησαν τη φτώχεια….

Όποιος επιθυμεί να βρει και να επενδύσει σε νέες ιδέες προκειμένου να ξεφύγει από το κοινωνικό πρόβλημα της φτώχειας, αξίζει να αρχίσει την αναζήτησή του από την φτωχική καλύβα της οικογένειας Νασόνι, στο Μαλάουι.

Ο Άλφρεντ Νασόνι και η γυναίκα του Μπίτι Ρόουζ μένουν μαζί με τα επτά παιδιά τους στο χωριό Μασούμπα του Μαλάουι. Η οικογένεια μέχρι πρότινως ζούσε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, μη μπορώντας να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Ενδεικτικό της κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι δύο από τα παιδιά τους πέθαναν χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να τα εξετάσει γιατρος. Οι δυστυχείς γονείς, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τα οικονομικά τους ανάγκασαν τον μεγαλύτερο γιο τους να παρατήσει το σχολείο αδυνατώντας να πληρώσουν το ταπεινό ποσό των μόλις πέντε δολαρίων που απαιτούνταν ετησίως. Όμως και οι γονείς αναγκάστηκαν να περιορίσουν τις καλλιεργητικές τους ασχολίες γιατί δεν διέθεταν τα απαραίτητα χρήματα ούτως ώστε να πληρώσουν για να πάρουν σπόρους ούτως ώστε να αυξήσουν τα πενιχρά τους έσοδα.

Τα βάσανα όμως της οικογένειας Νασόνι δεν σταματούν εδώ γιατί όπως εύστοχα λέει και ο λαός μας “Η φτώχεια δεν έρχεται ποτέ μόνη της.” Η κεφαλή της οικογένειας, ο Άλφρεντ παρά την ανέχεια
δαπανούσε απαραιτήτως 2 δολάρια εβδομαδιαίως για αλκοόλ και 50 σεντς για τσιγάρα. Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι σπαταλούσε και τουλάχιστον 2 δολάρια εβδομαδιαίως για να πηγαίνει με γυναίκες ελαφρών ηθών. Όπως εύστοχα αναφέρει και ο Νίκολας Κριστόφ ανταποκριστής των New York Times, πρόκειται για φαύλο κύκλο αφού η απελπισία οδηγεί τον κόσμο σε λύσεις που επιτείνουν ακόμα περισσότερο το πρόβλημα.

Η ζωή όμως είναι εκεί για να μας δείξει ότι με πίστη και επιμονή, τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Το 2005, η Μπίτι Ρόουζ εντάχθηκε μαζί με άλλους συντοπίτες της σε μια ομάδα αποταμίευσης της γνωστής διεθνούς οργάνωσης Care. Eιδικότερα, η Μπίτι και άλλα 19 μέλη κατέθεσαν από 10 σεντς, τα οποία εν συνεχεία προωθήθηκαν σε άλλα μέλη της οργάνωσης και έτσι οι νέοκοποι επενδυτές ήταν πλέον σε θέση να βοηθηθούν από τους ειδικούς συμβούλους της Care για το πώς θα ξεκινήσουν και πώς θα στήσουν την μικρή τους επιχείρηση.

Με ένα δάνειο μόλις 2 δολαρίων, η Μπίτι Ρόουζ άρχισε να παρασκευάζει και να πουλά μια τοπική εκδοχή ντόνατς, τα οποία διέθετε στον καταναλωτή έναντι 2 σεντς το ένα. «Οι λουκουμάδες μου άρεσαν πολύ», εξομολογήθηκε υπερήφανα η Μπίτι, και σύντομα άρχισε να έχει κέρδη πολλών δολαρίων ημερησίως. Ο Άλφρεντ ζήλεψε, άρχισε να καλλιεργεί και να πουλά τα δικά του λαχανικά, αποδεικνύοντας και εκείνος ότι έχει τη στόφα του επειχειρηματία. Σταμάτησε να προβάλλει την εικόνα του αρσενικού που ζούσε τη ζωή του και έγινε μονομιάς πρότυπο σωστού οικογενειάρχη και επαγγελματία.

Σήμερα, ο Άλφρεντ και η Μπίτι απασχολούν στο κτήμα τους δέκα εργάτες. Στο παρελθόν, η παραγωγή καλαμποκιού δεν ξεπερνούσε τον ένα σάκο ετησίως ενώ τώρα οι εργάτες γεμίζουν επτά κάρα. Δεν είναι βέβαια όλοι οι αποταμιευτές του προγράμματος Care επιτυχημένοι. Το σίγουρο είναι ότι η αποταμίευση, ο δανεισμός και το ξεκίνημα μιας επιχείρησης μπορεί να αλλάξει τη ζωή των φτωχών. Η Care έχει επεκτείνει το μοντέλο της αποταμίευσης και σε άλλες περιοχές του Μαλάουι γεγονός που συνέβαλε τα μέγιστα ούτως ώστε οι ομάδες αποταμίευσης να έχουν πολλαπλασιαστεί.

Ο Άλφρεντ και η Μπίτι Ρόουζ ονειρεύονται τώρα να στείλουν τα μικρότερα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο. Σκέφτονται μάλιστα να αγοράσουν και τηλεόραση, κάτι σπάνιο στο χωριό τους. Κι αυτό, όμως, το βλέπουν ως επένδυση. «Είμαι επιχειρηματίας, δεν χαρίζω τίποτα», λέει η Μπίτι. «Όποιος θέλει να βλέπει ποδόσφαιρο στο σπίτι μου θα πρέπει να πληρώνει».

http://nyti.ms/N1LP6Q