Αισιοδοξία απέναντι στη νόσο Αλτσχάιμερ

Νέα φάρμακα κατά της νόσου Αλτσχάιμερ γεμίζουν σήμερα με αισιοδοξία τους ειδικούς. Η νόσος Αλτσχάιμερ, που προκαλεί βαθμιαία εκφύλιση του εγκεφάλου, είναι η πιο συχνή μορφή άνοιας: το 50%-60% των ασθενών με άνοια πάσχει από τη νόσο. Ανοια, μπορεί να προκαλέσουν επίσης τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, κρανιακές κακώσεις, οι όγκοι του εγκεφάλου, το AIDS, διάφορες εγκεφαλίτιδες, μεταβολικά νοσήματα, νοσήματα του θυρεοειδούς, διάφορα φάρμακα κ.ά.

«Σήμερα υπάρχει συμπτωματική θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ», τονίζει η καθηγήτρια Νευρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μάγδα Τσολάκη, πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας για τη Νόσο Αλτσχάιμερ.

«Τα φάρμακα που ονομάζονται αναστολείς χολινεστερασών επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου, ιδίως εάν χορηγηθούν στα αρχικά στάδια και εξασφαλίζουν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Η τελευταία εξέλιξη στην κατηγορία αυτή των φαρμάκων είναι: 1) Το διασπειρόμενο στο στόμα δισκίο της δονεπεζίλης, το οποίο, αφού τοποθετηθεί στη γλώσσα του ασθενούς, διαλύεται σε λιγότερο από 10 δευτερόλεπτα, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό συμμόρφωσης στη θεραπεία. 2) Το αυτοκόλλητο της ριβαστιγμίνης, χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες».

Ποια είναι η καλύτερη αντιμετώπιση της άνοιας

Η καλύτερη αντιμετώπιση της άνοιας θεωρείται ο συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής, νευροαποκατάστασης των ασθενών και συμβουλευτικής των συγγενών. Για 90 ολόκληρα χρόνια, από τότε που ο Αλτσχάιμερ περιέγραψε τη νόσο για πρώτη φορά, οι γιατροί παρακολουθούσαν τη συνεχή μείωση στις νοητικές λειτουργίες και στις καθημερινές δραστηριότητες χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν θεραπευτικά μέσα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, κάποια φάρμακα πέρασαν τη δοκιμασία της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας.

«Εως πρόσφατα, οι δυνατότητες για την αντιμετώπιση της άνοιας ήταν πραγματικά περιορισμένες», λέει η κ. Τσολάκη. «Ακόμη και σήμερα, δεν υπάρχει κάποια αγωγή που να προλαμβάνει ή να σταματά πλήρως την εξέλιξη της νόσου. Ωστόσο, πρόσφατα έχουν αναπτυχθεί ειδικά σκευάσματα με τα οποία μπορούμε πλέον να βελτιώσουμε τα συμπτώματα της νόσου και να καθυστερήσουμε την επιδείνωση».

Τη δεκαετία του 1970 αποδείχθηκε για πρώτη φορά η σύνδεση της μνήμης με το χολινεργικό σύστημα και της άνοιας με τα χολινεργικά ελλείμματα.

Τα φάρμακα τα οποία έχουν εγκριθεί τα τελευταία δέκα χρόνια για την άνοια είναι, κατά χρονολογική σειρά, η τακρίνη, η δονεπεζίλη, η ριβαστιγμίνη, η γκαλανταμίνη και η μεμαντίνη – το πρώτο φάρμακο δεν χρησιμοποιείται σήμερα για πρακτικούς λόγους.

Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, το Εθνικό Ινστιτούτο Κλινικών Αριστείων, η Αμερικανική Ακαδημία Νευρολογίας, η Αμερικανική Εταιρεία Ψυχιατρικής Γηριατρικής και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Νευρολογικών Εταιρειών υποστηρίζουν τη χρησιμοποίηση των φαρμάκων αυτών.

«Εφόσον τεθεί η διάγνωση της άνοιας, τα φάρμακα αυτά πρέπει να χορηγούνται ανεξάρτητα από την ηλικία», συνιστά η κ. Τσολάκη. «Ο νευρολόγος ή ο ψυχίατρος μπορεί να θέτει τη διάγνωση και να κάνει τη συνταγογράφηση της πρώτης ημέρας. Αντενδείξεις είναι προβλήματα από το γαστρεντερικό και η βραδυκαρδία».

Νέα κριτήρια άλλωστε για τη νόσο Αλτσχάιμερ και την Ηπια Νοητική Διαταραχή τύπου Αλτσχάιμερ δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, όπως αναφέρει ο επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Σκαρμέας. Τα κριτήρια αυτά προσθέτουν την ενότητα της προκλινικής (δηλαδή, πριν από την εκδήλωση προβλημάτων μνήμης) διάγνωσης της νόσου και περιλαμβάνουν τη χρήση βιολογικών δεικτών, όπως είναι η απεικόνιση του αμυλοειδούς στον εγκέφαλο των ασθενών και η εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού για συγκεκριμένες πρωτεΐνες.

Οι στόχοι της θεραπείας με τα νέα φάρμακα

Εως και τους πρώτους 6 μήνες θεραπείας αναμένεται βελτίωση, κατόπιν σταθεροποίηση. Τελική προσδοκία είναι η καθυστέρηση του ρυθμού εξέλιξης της νόσου.