Επιστροφή στη μεσογειακή διατροφή

Σήμερα πλέον θεωρείται η ενδεδειγμένη μορφή διατροφής προκειμένου να πετύχει κανείς καλή υγεία, αλλά και ένα όμορφο, καλλίγραμμο σώμα. Η έρευνα των Eπτά Xωρών προσέφερε στην επιστημονική – και μη – κοινότητα ένα διάσημο όρο, αυτόν της «Μεσογειακής διατροφής». Πρόκειται για τον πλέον προσφιλή όρο που έχει χρησιμοποιηθεί σε ό,τι αφορά τη διατροφή. Αυτό συνέβη, επειδή πράγματι η έννοια της Μεσογειακής διατροφής έχει αντικειμενική αξία.

Γράφει ο Μουστούλας Αριστείδης, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος

Η παραδοσιακή ελληνική διατροφή αντιπροσωπεύεται από τη διατροφή της Κρήτης στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η διατροφή τότε περιελάμβανε ελαιόλαδο, ελιές, φρούτα, λαχανικά, αγριόχορτα, βότανα, όσπρια, καρπούς, ακατέργαστα δημητριακά καθώς και ψάρια, πουλερικά, αυγά, μικρές ποσότητες κατσικίσιου κρέατος, θηραμάτων και γλυκών. Το ελαιόλαδο καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης, εφόσον το προσέθεταν σε σαλάτες, σούπες και μαγειρεμένα λαχανικά καθώς επίσης χρησιμοποιούνταν και ως μαγειρικό λίπος. Αντιθέτως, σπάνια χρησιμοποιούσαν το βούτυρο. Ακόμα καταναλώνονταν μεγάλες ποσότητες φυτικών ινών, κυρίως μέσω λαχανικών, τα οποία ήταν δικής τους καλλιέργειας και η επεξεργασία που είχαν υποστεί ήταν ελάχιστη, και οσπρίων. Η κατανάλωση τυριού και γιαουρτιού ήταν καθημερινή, η κατανάλωση ψαριού και πουλερικών κυμαινόταν σε λίγες φορές την εβδομάδα, ενώ η κατανάλωση κόκκινου κρέατος σε λίγες φορές το μήνα και τα αυγά δεν υπέρβαιναν τα 4 την εβδομάδα. Ως επιδόρπιο καταναλώνονταν φρέσκα φρούτα ενώ γλυκά σε ειδικές μόνο περιπτώσεις. Τα κρεμμύδια και τα αρωματικά χόρτα και βότανα χρησιμοποιούνταν ως καρυκεύματα και το κρασί σε μικρή κατανάλωση είχε θέση μαζί με τα γεύματα.

Συνοπτικά, η παραδοσιακή ελληνική διατροφή έχει τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά:
I. Υψηλή αναλογία μονοακόρεστων λιπαρών προς κορεσμένα. Η παραδοσιακή ελληνική διατροφή είναι αξιοσημείωτη για τα υψηλά ποσά ενέργειας που προέρχονται από λίπη, μεταξύ 35% και 40%, αλλά είναι χαμηλά σε κορεσμένα λίπη 7%-8%, υψηλή σε μονοακόρεστα λίπη, με μόνη πηγή το ελαιόλαδο, και ισορροπημένη σε ω-6 (λινολεϊκό) και ω-3 (λινολενικό) λιπαρά οξέα, τα οποία είναι απαραίτητα για τον οργανισμό.

II. Υψηλή κατανάλωση φρούτων.

III. Υψηλή κατανάλωση λαχανικών, συμπεριλαμβανομένων των άγριων, εδώδιμων χόρτων.

IV. Υψηλή κατανάλωση οσπρίων.

V. Υψηλή κατανάλωση δημητριακών, συμπεριλαμβανομένου και του ψωμιού.

VI. Μέτρια κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.

VII. Μέτρια κατανάλωση αλκοόλ / αιθανόλης, κυρίως με την μορφή κρασιού κατά την διάρκεια των γευμάτων.

VIII. Χαμηλή κατανάλωση κρέατος και προϊόντων κρέατος σε αντίθεση με την κατανάλωση ψαριών, η οποία ήταν μέτρια.

Με βάση τα παραπάνω, η Μεσογειακή δίαιτα μπορεί να ορισθεί ως το διατροφικό πρότυπο των ελαιοπαραγωγικών χωρών της Μεσογείου στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν οι συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου είχαν ξεπεραστεί και τα διατροφικά πρότυπα των δυτικών χωρών δεν είχαν ακόμα υιοθετηθεί.
Πολλές είναι οι έρευνες με αντικείμενο μελέτης τη Μεσογειακή Διατροφή και της επιδράσεις της στην υγεία, επιβεβαιώνοντας έτσι την ευεργετική της δράση. Οι μελέτες έδειξαν πως η Ελλάδα είχε πολύ χαμηλά επίπεδα στεφανιαίας καρδιοπάθειας, κάποιων τύπων καρκίνων και μεγάλο προσδόκιμο ζωής λόγω του χαμηλού περιεχομένου κορεσμένων λιπιδίων της Ελληνικής διατροφής. Η υγιεινή διατροφή σχετίζεται με τη μείωση των παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών δυσλειτουργιών, την αύξηση της οστικής πυκνότητας, την αποφυγή εμφάνισης καρκίνου, την καταπολέμηση της αναιμίας και του διαβήτη και επιπλέον, επιδρά θετικά στις νοητικές ικανότητες και ψυχολογικές καταστάσεις του ατόμου. Η Μεσογειακή Διατροφή έχει αποδείξει μέσα από πολλές έρευνες πως είναι ένα υγιεινό πρότυπο διατροφής. Ζώντας λοιπόν σε μία υπέροχη Μεσογειακή χώρα δεν έχουμε παρά να επωφεληθούμε από τη γευστική και υγιεινή κουζίνα της.

Μουστούλας Αριστείδης
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Λ. Πεντέλης 12-14, Χαλάνδρι 152 34
210 6836928