- Infokids.gr - https://www.infokids.gr -

“Γονείς, απαιτήστε τα παιδιά να διδάσκονται τη Β ξένη γλώσσα που επιθυμούν όπως και να έχει”

Με αφορμή τον αναβρασμό που επικρατεί αυτό το διάστημα στα Δημοτικά σχολεία όλης της χώρας εξαιτίας της εγκυκλίου για τη δυνατότητα επιλογής δεύτερης ξένης γλώσσας, [2] Γαλλικής ή Γερμανικής, πραγματοποιείται στην Ε΄& ΣΤ΄ τάξη, έχει ανοίξει μια τεράστια συζήτηση για το πώς διεξάγεται η διδασκαλία των ξένων γλωσσών στα σχολεία.

Η μαμά και καθηγήτρια Γαλλικών, Δήμητρα Ρούπα, [3] με μια ανάρτησή της παίρνει θέση για το ζήτημα και εκφράζει μια ολοκληρωμένη άποψη που αξίζει να διαβαστεί από όλους τους γονείς καθώς βάζει τα πράγματα στη πραγματική τους βάση.

Η άποψή της που αξίζει να διαβαστεί

Δημοσιεύτηκε μια εγκύκλιος από το Υπουργείο Παιδείας, η οποία καταργεί στην πράξη την ελευθερία επιλογή της 2ης ξένης γλώσσας από τους μαθητές-τριες των δημοτικών σχολείων. Αν δηλαδή, η πλειονότητα της τάξης διαλέξει μια γλώσσα, όλη η τάξη θα διδαχθεί τη συγκεκριμένη.

Δεν καταργείται, λοιπόν, η δεύτερη ξένη γλώσσα από τα δημοτικά, αλλά η ελευθερία επιλογής της γλώσσας που επιθυμεί το κάθε παιδί. Και όταν λέμε για δεύτερη ξένη γλώσσα, μιλάμε για γαλλικά και γερμανικά, μην φανταστείτε, δηλαδή, ότι υπάρχει καμιά τεράστια γκάμα επιλογής, παρόλο που τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν και άλλες ξενόγλωσσες φιλολογίες.

Μέχρι σήμερα, επισήμως, για να γίνει τμήμα δεύτερης ξένης γλώσσας, χρειάζονταν 12 παιδιά. Δηλαδή στην περίπτωση που σε ένα σχολείο δεν δήλωναν δώδεκα παιδιά ότι θέλουν να διδαχθούν γαλλικά, όλα τα παιδιά διδάσκονταν γερμανικά. Οι εκπτώσεις, δηλαδή, στο δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής δεύτερης ξένης γλώσσας, εφαρμόζονταν ήδη.

Αν προσθέσουμε, δε, και τις «πλάγιες» πιέσεις κυρίως από πλευράς διεύθυνσης σε μερικά σχολεία προς γονείς και παιδιά, προκειμένου να διαλέξουν συγκεκριμένη γλώσσα, γνωρίζοντας τις ειδικότητες που έχει στη διάθεσή της η κάθε διεύθυνση από πλευράς μόνιμου προσωπικού, για να έχουν καθηγητές-τριες από την πρώτη μέρα, για να μην περιμένουν αναπληρωτές-τριες και να «βγαίνει» το πρόγραμμα, καταλαβαίνουμε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτό που επισημοποιεί στην πράξη η συγκεκριμένη εγκύκλιος, εφαρμοζόταν ήδη ως ένα βαθμό.

Ελπίζω να καταλαβαίνετε πόσες θέσεις εργασίας ήδη χάνονταν με αυτές τις μεθοδεύσεις και πόσες θα χαθούν ακόμα, γιατί γενικά, για οποιοδήποτε μέτρο παίρνει αυτή η κυβέρνηση, το μόνο που έχει αναρωτηθεί πιο πριν είναι “πώς θα κόψουμε και άλλα λεφτά από το δημόσιο σχολείο;”.

Αλλά δράττομαι της ευκαιρίας να ανοίξω λίγο το θέμα.

Διαβάζω διαμαρτυρίες για τον εξοβελισμό των ξένων γλωσσών από το δημόσιο σχολείο, με αφορμή τη συγκεκριμένη εγκύκλιο.

Σωστό. Αλλά ας δούμε πόσο απαξιωμένη είναι αυτή η διδασκαλία στα μάτια γονέων και κατ’ επέκταση παιδιών γιατί στα μάτια της κυβέρνησης το ξέραμε. Πόσες κατηγορίες έχουμε ακούσει ότι «δεν κάνουμε δουλειά», «δεν μαθαίνουν τίποτα τα παιδιά», «αν δεν πάνε φροντιστήριο δεν θα πάρουν πτυχία», «βάζουμε τραγουδάκια και δείχνουμε βιντεάκια» και ούτω καθεξής. Συγκρίνεται δηλαδή μονίμως η δουλειά που γίνεται στο δημόσιο σχολείο με τη δουλειά που έχει στο μυαλό του ο/η κάθε γονέας ότι οφείλει να γίνεται βάσει στοχοθεσίας φροντιστηρίων και βάσει μιας εσφαλμένης, κατά τη γνώμη μου, εικόνας για το ρόλο της ξένης γλώσσας στη ζωή και την καθημερινότητα των παιδιών.

Εγκαλούμαστε διαρκώς να απαντήσουμε γιατί δεν εντατικοποιούμε την εκπαίδευση της ξένης γλώσσας με τρόπο ώστε τα παιδιά να μαζεύουν πτυχία. Θα μπορούσα απλά να πω ότι σε τμήματα με 20 και 25 παιδιά και δύο σαρανταπεντάλεπτα την εβδομάδα αυτό δεν γίνεται και να το κλείσω εκεί γιατί αυτό είναι ένα γεγονός που δεν σηκώνει αμφισβήτηση.

Αν πάτε το παιδί σας σε ένα φροντιστήριο με είκοσι παιδιά στο τμήμα για μιάμιση ώρα την εβδομάδα, δεν θα έχετε απαιτήσεις πτυχίων.

Αλλά, κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι δευτερεύον.

Αυτό που έχει σημασία και δεν το λέμε όσο δυνατά χρειάζεται γιατί στεκόμαστε κι εμείς αποσβολωμένοι-ες ώρες-ώρες, είναι ότι το πρωτεύον είναι να ευαισθητοποιήσουμε τα παιδιά στην ύπαρξη του διαφορετικού, του άλλου, του “ξένου”. Υπάρχει ένας μεγάλος κόσμος με πολλές γλώσσες, η κάθε γλώσσα είναι φορέας στοιχείων πολιτισμού, κουλτούρας, ιστορίας, καθημερινότητας, είναι μια διαδικασία γνωριμίας με τον υπόλοιπο κόσμο, που έχει πολύ ενδιαφέρον και σε κάνει πιο ευφυή άνθρωπο.

Μαθαίνουμε, λοιπόν αυτό και βασικά στοιχεία επικοινωνίας, γιατί τις γλώσσες βασικά τις θέλουμε για να μιλάμε με όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.

Αυτό απαντούσα πάντα στα παιδιά μου όταν με ρωτούσαν γιατί να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες. 

Και όταν με ρωτούσαν γονείς «γαλλικά ή γερμανικά;» απαντούσα «ό,τι του/της αρέσει πιο πολύ, θα το κάνει με μεγαλύτερη αγάπη».

Και δεν έχω μεγαλύτερη απόδειξη για το πόσο πιστεύω αυτό που λέω από το γεγονός ότι ο γιος μου δεν πηγαίνει φροντιστήριο σε καμία ξένη γλώσσα. Κάνει μόνο στο σχολείο. Και κάθε φορά που με ρωτάει γονιός «μα, πώς κι έτσι;», δεδομένου του επαγγέλματός μου, λέω «έχω εμπιστοσύνη στις συναδέλφισσές μου και επίσης εδώ και τόσα χρόνια, με τον τρόπο αυτό εξακολουθεί και αγαπάει τις ξένες γλώσσες, δεν τις έχει δει σαν ψυχαναγκασμό και υποχρέωση».

Η αλήθεια είναι ότι έτυχε να έχει σπουδαίες συναδέλφισσες στο σχολείο, που έβλεπαν τα πράγματα περίπου όπως εγώ και τις ευγνωμονώ. Και δεν πειράζει καθόλου που δεν θα πάρει λόουερ και ντελφ στο γυμνάσιο, μπορεί ούτε και στο λύκειο, αν δεν το ζητήσει. Όταν και αν θεωρήσει ότι το χρειάζεται, θα κάτσει με ωριμότητα να μάθει το know-how των πτυχίων και θα τα πάρει. Μέχρι τότε, κάνει απόπειρες να ανοίξει κουβέντα με ξενόγλωσσο κόσμο και η ανάγκη του για επικοινωνία σε όποια γλώσσα έχει προσλαμβάνουσες μεγαλώνει διαρκώς.

Να κάνουν τα παιδιά ξένες γλώσσες, να διαλέγουν τις γλώσσες που θέλουν, να τις κάνουν στο δημόσιο σχολείο, να τις κάνουν δωρεάν. Απαιτήστε με κάθε τρόπο αυτή τη δυνατότητα για τα παιδιά σας.