Ο Νίκος Καζαζντάκης είχε πει ότι αισθανόταν πεφήρανος αλλά και σαν ένα «σφαγάρι».
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειεύουμουν. Είναι όσαν έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης από την πρώτη του μέρα στο σχολείο και δημοσιεύθηκε σε ανάρτηση στο Facebook.
Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
«Εδώ θα μάθεις γράμματα, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου».
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
«Ετούτος είναι ο γιος μου», του ’πε ο πατέρας μου. Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο. «Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο».
«Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους», είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
[…]
Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι.
«Πήγαινε να φωνάξεις το θειο σου το Νικολάκη».
Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θειος μου αυτός, ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου.
«Έλα εδώ», του ’πε ο πατέρας μου ως τον είδε, «του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα!»
Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.
«Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή», είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου.
Ο θειος μου κούνησε το κεφάλι:
«Θαρρώ θα πει τουφέκι», αντιμίλησε, μα η φωνή του έτρεμε.
«Κυνηγετική στολή», βρουχήθηκε ο πατέρας μου.
Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θειος μου λούφαξε.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει:
«Τι θα πει πρωτοτόκια;»
Πετάχτηκα: «Κυνηγετική στολή!»
«Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος αγράμματος σου τις είπε;»
«Ο πατέρας μου!»
Ο δάσκαλος ζάρωσε· τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου, πού να του φέρει αντίρρηση!
«Ναι», είπε κομπιάζοντας, «βέβαια, κάποτε, μα πολύ σπάνια, θα πει κυνηγετική στολή· μα εδώ…»
ΥΓ: Καλό ξεκίνημα σήμερα και όλα τα παιδιά και σε όλους τους γονείς!