- Infokids.gr - https://www.infokids.gr -

Οδυσσέας Ελύτης: Σαν σήμερα γεννιέται ο ποιητής της Ελλάδας

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (Απόσπασμα)

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που δόλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Τώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της
Μέσ’ στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια
Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Τα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

Το όνομα Οδυσσέας Ελύτης είναι ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη (1911-1996).

Τα παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τελευταίος από τα έξη παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Κατάγεται και από τους δυο γονείς του από τη Μυτιλήνη. Σε πολύ μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μεταφέρθηκε και η έδρα της επιχείρησης σαπωνοποιίας του πατέρα του. Μετά το 1920 η οικογένειά του αντιμετώπισε ορισμένες επιθέσεις για την προσήλωσή της στις βενιζελικές ιδέες. Το 1923 ταξίδεψαν στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του περνούν στην Κρήτη, στη Μυτιλήνη, στις Σπέτσες. Οι χειμώνες περνούν με αδιάκοπο διάβασμα, καθώς φοιτά πρώτα στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή και κατόπιν στο Γ΄ Γυμνάσιο.

Νεανικά χρόνια και επαφή με τη φύση
Από το περιοδικό “Η Διάπλασις των Παίδων”, όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του “Ανοιχτά Χαρτιά”, Αστερίας [1974]) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Περισσότερο όμως από την ποίηση, που η προσπέλασή της μέσα από τα σχολικά αναγνώσματα και τις διδασκαλικές αναλύσεις του φαίνεται δύσκολη και αδιάφορη, του μιλάει η Ελλάδα. Παίρνει μέρος σε ορειβατικές εκδρομές και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στρέφεται στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση. Καμπούρογου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, μάλιστα κι ένας τρίτομος “Οδηγός της Ελλάδος”. Μια ασθένεια όμως τον αναγκάζει να καθηλωθεί στο κρεβάτι με αποκλειστική παρηγοριά τη μελέτη.

Στροφή στην ποίηση
Η ποίηση αρχίζει να τον ενδιαφέρει όταν γνωρίζει το έργο του Καβάφη και του Κάλβου και ανανεώνει τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Την ίδια περίπου εποχή (1927) πρωτοδιάβασε ποιήματα δυο μοντέρνων Γάλλων ποιητών, του Paul Eluard και του Perre Jean Jouve, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, όπως ο ίδιος ομολογεί:
“…μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση”
Στρέφεται στον υπερρεαλισμό, στη μαγεία της αστραφτερής, νεόκοπης, ζωντανής και παράδοξης νέας ποιητικής έμπνευσης που μεταχειρίστηκε τις λέξεις δημιουργικά για να δώσει μια καινούργια γλωσσική αντίληψη, έναν κόσμο που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, την αλήθεια και την φαντασία. Άρχισε τότε τις πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες στην τέχνη. Το 1930 γράφεται στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα μελετά σύγχρονη ελληνική ποίηση: του Καίσαρος Εμμανουήλ τον “Παράφωνο αυλό”, του Θεοδώρου Ντόρου “Στου γλυτωμού το χάζι” (1930), του Γιώργου Σεφέρη τη “Στροφή” (1931) και του Νικήτα Ράντου τα “Ποιήματα” (1933). Με ενθουσιασμό, σωστό πάθος, συνεχίζει τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα:
“Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν” .

Πρώτες δημοσιεύσεις
Το 1934 είναι μέλος της “Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του πανεπιστημίου Αθηνών” που διοργάνωνε συζητήσεις πάνω σε θέματα κυρίως φιλοσοφικά, με τη συμμετοχή των Κ.Τσάτσου, Π.Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή. Τότε γνωρίζεται με το Ι. Σαραντάρη (1908-1941), τον ευαίσθητο ποιητή που ήρθε από την Ιταλία για να ζήσει τα τελευταία χρόνια της νιότης και της δημιουργίας του στην αγαπημένη του πατρίδα και τελικά να πεθάνει σ’ αυτήν στον πόλεμο του ’40. Ο Σαραντάρης τον ενθαρρύνει στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντεύεται αν πρέπει να δημοσιεύσει τα έργα του και τον γνωρίζει στον κύκλο των “Νέων Γραμμάτων” (1935-40, 1944). Το περιοδικό αυτό, που διευθυντής του ήταν ο Αντρέας Καραντώνης και συνεργάστηκαν στις σελίδες του παλιοί και νεότεροι αξιόλογοι Έλληνες λογοτέχνες (Γ.Σεφέρης, Γ.Θεοτοκάς, Άγγ. Τερζάκης, Κ.Πολίτης, Άγγ. Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεoτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών. Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησαν τα “Νέα Γράμματα”. Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον ονομάζει:
“…ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα”

«Ήλιος ο πρώτος»
(Απόσπασμα)

“Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδάμε!

Ο Ελύτης πιστεύει στις ηθικές αξίες και αποκηρύσσει τον υλισμό και τον ωφελιμισμό της σύγχρονης εποχής. Κι αυτό, όπως σε κάθε εποχή, όπως σε κάθε φιλόσοφο/ οραματιστή, έχει συνέπειες. Ο ποιητής όμως μας διδάσκει να μην παραδίδουμε τα όπλα, ακόμα κι αν δε μας καταλαβαίνουν, ακόμα κι αν μας κυνηγούν.
Ο Ελύτης ασχολιόταν με τη μεταφυσική και τον εσωτερισμό, και αυτό είναι έκδηλο στα ποιήματά του. Ο ίδιος αναφέρει πως τον ελκύει η ηλιακή μεταφυσική και κάθε τι που έχει σχέση με το φωτεινό και το ωραίο. Πιστεύει πως ο άνθρωπος δε θα πρέπει να αρκείται στην εξωτερική όψη των πραγμάτων, αλλά να αναζητά την εσωτερική τους ουσία και να παλεύει για αυτό, ιδιαίτερα μέσα στους δικούς μας «σκοτεινούς καιρούς».
Όπως ο ίδιος είπε στην ομιλία του, όταν παρέλαβε το βραβείο Νόμπελ :
«Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα, ο παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε. Αν η ποίηση παρέχει μία διαβεβαίωση, είναι ακριβώς αυτή : ότι η μοίρα μας παρ’ όλα αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.»