- Infokids.gr - https://www.infokids.gr -

Η ιβουπροφαίνη βάζει σε κίνδυνο το αναπαραγωγικό σύστημα ενηλίκων και παιδιών σύμφωνα με έρευνες

Η ιβουπροφαίνη [2] (ibuprofen) είναι ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, παράγωγο του προπιονικού οξέος. Έχει σημαντική αντιφλεγμονώδη, αναλγητική και αντιπυρετική δράση που οφείλεται κύρια στην αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών που προκαλεί. Αποτελεί δραστική ουσία δημοφιλών αναλγητικών φαρμάκων [3] όπως το Ibuprofen, Nurofen, Brufen, Algofren, Advil.

Η ιβουπροφαίνη κατά την κύηση επηρεάζει τη γονιμότητα των απογόνων

Η χρήση του μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους αναλγητικού ιβουπροφαίνη κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης, συντελεί σε μείωση της γονιμότητας των θηλέων απογόνων, σύμφωνα με διεθνή μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Human Reproduction [4].  Συγκεκριμένα, ερευνητές με επικεφαλής την Δρ Σεβερίν Μαζό-Γκιτό του Ινστιτούτου Ιατρικών Ερευνών INSERM της Γαλλίας, υποστηρίζουν ότι η λήψη ιβουπροφαίνης στα αρχικά στάδια της κύησης σχετίζεται με μειωμένο αριθμό ωαρίων στις κόρες.

Είναι η πρώτη φορά που οι επιστήμονες συσχετίζουν τη χορήγηση ιβουπροφαίνης στην  εγκυμοσύνη με επιπτώσεις στον ιστό των ωοθηκών. Η μελέτη δείχνει ότι κατά το πρώτο κρίσιμο τρίμηνο ανάπτυξης του εμβρύου η έκθεσή του στην εν λόγω αναλγητική δραστική ουσία, μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε «δραματική απώλεια» των γυναικείων γεννητικών κυττάρων, από τα οποία θα δημιουργηθούν στη συνέχεια τα ωοθυλάκια, όπου αναπτύσσονται τα ωάρια.

Ως γνωστόν, οι γυναίκες γεννιούνται με συγκεκριμένο αριθμό ωοθυλακίων και ο αριθμός αυτός επιδρά σημαντικά στη μελλοντική γονιμότητά τους. Η νέα μελέτη εγείρει ανησυχίες για τις επιπτώσεις της ιβουπροφαίνης στη γυναικεία γονιμότητα, καθώς η ανάπτυξη των ωοθυλακίων στο θήλυ έμβρυο δεν έχει ολοκληρωθεί πριν το τέλος του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης.

 Εκτιμάται ότι περίπου το 30% των εγκύων παίρνουν ιβουπροφαίνη στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, χωρίς να υπάρχουν προς το παρόν σαφείς ιατρικές οδηγίες κατά πόσο είναι ασφαλής η χορήγησή της κατά τις πρώτες εβδομάδες της εγκυμοσύνης. Οι ερευνητές μελέτησαν δείγματα από 185 έμβρυα επτά έως 12 εβδομάδων, τα οποία προήλθαν από κυήσεις που είχαν τερματισθεί νομίμως και μετά από τη συναίνεση των μητέρων.

Οι επιστήμονες καλλιέργησαν ιστό ωοθηκών των εμβρύων στο εργαστήριο και εξέθεσαν ένα μέρος από αυτόν σε ιβουπροφαίνη και ένα άλλο μέρος όχι. Επιπλέον, μετρήθηκε η ποσότητα της δραστικής ουσίας στον ομφάλιο λώρο, για να εκτιμηθεί αν και πόσο το έμβρυο είχε εκτεθεί κατά την εγκυμοσύνη.

Εν τέλει διαπιστώθηκε ότι η ιβουπροφαίνη διαπερνούσε το φραγμό του πλακούντα κατά το πρώτο τρίμηνο, με συνέπεια το έμβρυο να εκτίθεται στην ίδια ποσότητα φαρμάκου με τη μητέρα. Οι εργαστηριακές καλλιέργειες εξάλλου έδειξαν ότι ο εμβρυικός ιστός που είχε εκτεθεί σε ιβουπροφαίνη επί μία εβδομάδα, είχε στη συνέχεια περίπου τον μισό αριθμό γεννητικών κυττάρων.

«Όπως και με κάθε άλλο φάρμακο, η χρήση της ιβουπροφαίνης πρέπει να περιορίζεται στη μικρότερη δυνατή διάρκεια και στη χαμηλότερη δυνατή δόση, προκειμένου να ανακουφιστούν οι πόνοι ή ο πυρετός, ιδίως στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η πιο σοφή συμβουλή θα ήταν να ακολουθούνται οι τρέχουσες συστάσεις, δηλαδή να προτιμάται η παρακεταμόλη από κάθε άλλο αντιφλεγμονώδες φάρμακο έως την 24η εβδομάδα της κύησης», σημειώνουν οι ερευνητές.

Τέλος τονίζουν την ανάγκη περαιτέρω μελέτης του θέματος και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις από άλλα αναλγητικά στις ωοθήκες. Προς το παρόν πάντως, είναι αδύνατο να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι η μείωση του αριθμού των ωοθυλακίων σε δείγματα ιστού από έμβρυα όντως μπορεί να μεταφραστεί σε μειωμένη γονιμότητα της γυναίκας μετά από 30 χρόνια.

Επηρεάζει αρνητικά και την ανδρική γονιμότητα

Οι υψηλές δόσεις ιβουπροφαίνης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα ενδεχομένως να θέτει σε κίνδυνο υπογονιμότητας αλλά και άλλων προβλημάτων υγείας τους άνδρες, όπως στυτική δυσλειτουργία, κόπωση και μυϊκή απώλεια, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Proceedings of the National Academy of Sciences.

Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Κρίστενσεν, αξιολόγησε 31 άνδρες, 18-35 ετών οι οποίοι ελάμβαναν το μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, ιβουπροφαίνη, καθημερινά για έξι συνεχείς εβδομάδες. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η λήψη 600 mg ιβουπροφαίνης για δύο συνεχείς εβδομάδες συντέλεσε σε υπογοναδισμό, σε επίπεδα όμοια με αυτά που εμφανίζονται σε ηλικιωμένους και καπνιστές. Όπως εξηγούν οι ειδικοί ο υπογοναδισμός οφειλόταν σε μείωση της τεστοστερόνης κατά 18%, λόγω ανεπαρκούς παραγωγής της εν λόγω ορμόνης στους όρχεις.

Και μπορεί ο υπογοναδισμός να μην ήταν μόνιμος, ωστόσο, οι ερευνητές σημειώνουν ότι μπορεί να λάβει μόνιμη μορφή και σοβαρότερη, αν η λήψη της ιβουπροφαίνης συνεχίζεται επί μακρόν. «Η άμεση ανησυχία μας αφορά τη γονιμότητα των ανδρών που χρησιμοποιούν αυτά τα φάρμακα για πολύ χρόνο. Οι ουσίες αυτές είναι καλά αναλγητικά, αλλά ορισμένοι άνθρωποι τις χρησιμοποιούν χωρίς να σκέφτονται ότι αποτελούν κανονικά φάρμακα», εξηγεί ο Δρ Κρίστενσεν. Να σημειωθεί ότι και προηγούμενες μελέτες έχουν συσχετίσει τη συχνή χρήση ιβουπροφαίνης με αυξημένο κίνδυνο για εμφράγματα, καθώς και προβλήματα υγείας στις εγκύους και στους απογόνους τους.

«Προσωπικά, με βάση τα νέα ευρήματα, θα ήμουν πολύ διαστακτικός να πάρω ιβουπροφαίνη για περισσότερες από τις δέκα μέρες που φυσιολογικά αναγράφεται στη συσκευασία», σχολιάζει ο καθηγητής Αναπαραγωγικής Παθολογίας, Γουίλιαμ Κόλετζ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.