Ύμνος εις την ελευθερία… ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου!

Το ποίημα γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823 στην Ζάκυνθο και ένα χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Το ποίημα συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό. Οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων. Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-΄40), ο οποίος υπέβαλλε το έργο του στον βασιλιά Όθωνα (4η «αντιστικτική» μελοποίηση, Δεκέμβριος 1844).

Παρά την τιμητική επιβράβευση του μουσικοσυνθέτη Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα (Ιούνιος 1845) και του Διονυσίου Σολωμού με Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος (1849), το έργο (και ειδικά η πρώτη μελοποίησή του) διαδόθηκε μεν ως «θούριος», αλλά δεν υιοθετήθηκε ως ύμνος από τον Όθωνα. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου κατά παραγγελία του υπουργού Στρατιωτικών.

Όταν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθως με Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Ναυτικών (υπουργός Δ. Στ. Μπουντούρης) που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον βασιλιά της Ελλάδας ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας.

Το σύνολο της πρώτης μελοποίησης του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 μέρη στο Λονδίνο το 1873, ένα χρόνο μετά το θάνατο του συνθέτη του. Ο αντισυνταγματάρχης ε.α. Μαργαρίτης Καστέλλης, πρώην διευθυντής Μουσικού Σώματος, διασκεύασε τον «Εθνικό Ύμνο» για μπάντα, κι αυτή η μεταγραφή (από την οποία απουσιάζει η σύντομη εισαγωγή) παίζεται από τις στρατιωτικές μπάντες ως σήμερα. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι στα επτανησιακά μουσικά αρχεία σώζονται διασκευές του έργου για μπάντα χρονολογούμενες τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1840.

Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές· από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Από αυτές μόνο οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».

Χρησιμοποιείται επίσης ως εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ύμνος εις την Ελευθερίαν
(οι πρώτες στροφές του ποιήματος)

Μονοτονικό σύστημα

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι», να σου πει.
Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά ‘σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετράει τη γη.

123. Εις αυτήν, είν’ ξανουσμένο,
Δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
Και το πέλαγο για σε.
124. Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
Κύματ’ άπειρα εις τη γη,
Με τα οποία την περιζώνει,
Κι’ είναι εικόνα σου λαμπρή.

125. Με βρυχίσματα σαλεύει
Που τρομάζει η ακοή
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
Και λιμιώνα αναζητεί.

126. Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη
Και το λάμψιμο του ηλιού,
Και τα χρώματα αναδίνει
Του γλαυκότατου ουρανού.
127. Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,
Στην ξηρά εσύ ποτέ
Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο
Και το πέλαγο για σε.

128. Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
Και σαν λόγγος στριμωχτά
Τα τρεχούμενα κατάρτια,
Τα ολοφούσκωτα πανιά.

129. Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
Και αγκαλά δεν είν’ πολλές,
Πολεμώντας, αλλά διώχνεις,
Aλλα παίρνεις, αλλά καις.

130. Με επιθύμια να τηράζης
Δύο μεγάλα σε θωρώ,
Και θανάσιμον τινάζεις
Εναντίον τους κεραυνό.

131. Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει,
Και σηκώνει μια βροντή,
Και το πέλαο χρωματίζει
Με αιματόχροη βαφή.

132. Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
Που σ’ επέταξαν εκεί.
133. Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
Και τους έτρεμαν τα χείλη
Δίνοντάς τα εις το φιλί.

134. Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε
Τώρα πλέον δεν τες πατεί,
Και το χέρι οπού εφιλήστε
Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί.

135. Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Ωσάν νάτανε φονιάς.
136. Έχει ολάνοικτο το στόμα
Π’ ώρες πρώτα είχε γευθή
Τ’ Aγιον Αίμα, τ’ Aγιον Σώμα
Λες πως θε να ξαναβγή. 137. Η κατάρα που είχε αφήσει
Λίγο πριν να αδικηθή
Εις οποίον δεν πολεμήση
Και ημπορεί να πολεμή. 138. Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
Εις το πέλαγο, εις τη γη,
Και μουγκρίζοντας ανάβει
Την αιώνιαν αστραπή.
139. Η καρδιά συχνοσπαράζει…
Πλην τι βλέπω; σοβαρά
Να σωπάσω με προστάζει
Με το δάκτυλο η θεά.  140. Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
Τρεις φορές μ’ανησυχιά
Προσηλώνεται κατόπι
Στην Ελλάδα, και αρχινά:

141. Παλληκάρια μου! Οι πολέμιοι
Για σας όλοι είναι χαρά,
αι το γόνα σας δεν τρέμει
Στους κινδύνους εμπροστά..
142. Απ’ εσάς απομακραίνει
Κάθε δύναμη εχθρική
Αλλά ανίκητη μια μένει
Που τες δάφνες σας μαδεί.

143. Μία, που όταν ωσάν λύκοι
Ξαναρχόστενε ζεστοί,
Κουραμένοι από τη νίκη,
Αχ! Τον νουν σας τυραννεί.

144. Η Διχόνοια που βαστάει
Ενα σκήπτρο η δολερή
Καθενός χαμογελάει,
Πάρ’ το, λέγοντας, και συ.
145. Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
Έχει αλήθεια ωραία θωριά
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά.

146.    Από στόμα οπού φθονάει,
Παλληκάρια, ας μην ‘πωθή,
Πως το χέρι σας κτυπάει
Του αδελφού την κεφαλή.

147. Μην ειπούν στο στοχασμό τους
Τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους
Δεν τους πρέπει ελευθεριά.
148. Τέτοια αφήστενε φροντίδα
Όλο το αίμα οπού χυθή
Για θρησκεία και για πατρίδα
Όμοιαν έχει την τιμή.

149. Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
Για πατρίδα, για θρησκειά,
Σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
Σαν αδέλφια γκαρδιακά..

150. Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
Πόσο ακόμη να παρθή
Πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
Πάντα εσάς θ’ ακολουθή.
151. Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!…
Καταστήστε ένα σταυρό,
Και φωνάξετε με μία:
Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ.

152. Το σημείον που προσκυνάτε
Είναι τούτο, και γι’αυτό
Ματωμένους μας κοιτάτε
Στον αγώνα το σκληρό.

153. Ακατάπαυστα το βρίζουν
Τα σκυλιά και το πατούν
Και τα τέκνα του αφανίζουν
Και την πίστη αναγελούν.
154. Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
Αίμα αθώο χριστιανικό,
Που φωνάζει από τα βάθη
Της νυκτός: Να’ κδικηθώ.

155. Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
Του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
Και δεν έπαυσε στιγμή.

156. Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
Σαν του Αβέλ καταβοά
Δεν είν’ φύσημα του αέρος
Που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
157. Τι θα κάμετε; θ’ αφήστε
Να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν, ή θα την λύστε
Εξ αιτίας Πολιτικής;

158. Τούτο ανίσως μελετάτε,
Ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό
Βασιλείς! Ελάτε, ελάτε, Και
κτυπήσετε κι’ εδώ.