Η Cressida Cowell, η εξαιρετικά επιτυχημένη συγγραφέας και εικονογράφος του λατρεμένου «Πώς να εκπαιδεύσετε τον Δράκο σας» και της νέας σειράς παιδικών βιβλίων «Στον καιρό των μάγων», έγραψε πρόσφατα στους New York Times ένα υπέροχο άρθρο για τη σημασία της ελεύθερης και «άγριας» επαφής με τη φύση, αν θέλουμε να μεγαλώσουμε παιδιά με δημιουργικό πνεύμα, ελεύθερη ψυχή και σεβασμό στο περιβάλλον. Μέρος αυτού μεταφράσαμε και σας παραδίδουμε παρακάτω. Είμαστε σίγουροι, ότι πολλοί θα ταυτιστείτε με τα παιδικά της χρόνια…
“Ήμουν 9 ετών και κρατούσα με όση δύναμη είχα τα πόδια του πατέρα μου, καθώς εκείνος ήταν σκαρφαλωμένος και σχεδόν κρεμόταν από την άκρη ενός γιγαντιαίου βράχου, σε ένα μικροσκοπικό νησί στις δυτικές ακτές της Σκωτίας. Προσπαθούσε να δει αν μια φωλιά πουλιού, 4,5 μέτρα κάτω από εμάς, κατοικούνταν από έναν θαλασσαετό με λευκή ουρά ή από γεράκι.
Η απάντηση σε αυτό ήταν πολύ σημαντική για τον πατέρα μου γιατί οι θαλασσαετοί είχαν μόλις επανεμφανιστεί στις Εβρίδες και η ύπαρξη φωλιάς θα σήμαινε, ότι θα μπορούσαν σταδιακά να επιβάλλουν ξανά την παρουσία τους στον κόσμο. Αυτό που ήταν, βέβαια, πιο σημαντικό για εμένα, ήταν ο γλάρος που θα πετούσε με φόρα πάνω από τον ατλαντικό και από τα κεφάλια μας, να μη μας γκρεμίσει από τον βράχο: Αν σταματούσα να κρατώ γερά τα πόδια του πατέρα μου, πιθανώς να γλιστρούσε από τον βράχο και να γκρεμοτσακιζόταν στα βράχια ακριβώς από κάτω μας.
Θυμάμαι να αναρωτιέμαι, καθώς η παγωμένη βροχή ξέπλενε το πρόσωπό μου και ο αέρας κυμάτιζε το πανωφόρι μου: «Γιατί, Θεέ μου, είναι ο πατέρας μου τόσο απερίσκεπτος; Πώς είναι δυνατόν να εμπιστεύεται τη ζωή του στα μικροσκοπικά μου χέρια; Πώς είναι δυνατόν να σχετίζομαι εγώ με αυτόν τον παράτολμο τρελό;». Όταν, μερικά λεπτά αργότερα, ένας πολύ δυνατός άνεμος τον έκανε ταρακουνηθεί, η καρδιά μου σταμάτησε. Ένιωθα τις λαβές μου να χαλαρώνουν και να μη μπορώ να κρατήσω πια τα πόδια του.
Η περιπέτεια αυτή στον γκρεμό ήταν μόνο μία από τις αμέτρητες έντονες και τρομακτικές συνάμα εμπειρίες της θαυμάσιας άγριας παιδικής μου ηλικίας. Κάποια φορά ο πατέρας μου κατά λάθος έδεσε τη βάρκα του σε ένα κλουβί για αστακούς, αντί για σημαδούρα, και μας παρέσυρε η θάλασσα. Μια άλλη φορά πέσαμε με τη βάρκα σε τρικυμία, με γιγαντιαία κύματα να μας σκεπάζουν και παλεύαμε να αδειάσουμε τα νερά για να μη βουλιάξουμε… Όταν ήμουν μικρή, οι εμπειρίες αυτές ήταν τρομακτικές. Αλλά κοιτάζοντας πίσω, ως ενήλικας, συνειδητοποιώ πόσα χρωστάω στην ελευθερία να εξερευνήσω τη φύση, την οποία οι γονείς μου επέτρεψαν και ενθάρρυναν.
Με προβληματίζει ότι τα σημερινά παιδιά δεν έχουν την ίδια ελευθερία. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη μελλοντική τους δημιουργικότητα και τη σχέση τους με τον φυσικό κόσμο; Καθώς αντιμετωπίζουμε την απειλή της κλιματικής κρίσης και τη σταδιακή καταστροφή των βιοσυστημάτων ανά τον κόσμο, πρέπει να δώσουμε στα παιδιά την ευκαιρία να διαδράσουν με τη φύση με έναν τρόπο, κατά κάποιον τρόπο, «άγριο», έτσι ώστε να μάθουν και να την προστατεύουν.
Παίζοντας στη φύση έμαθα απίστευτα πράγματα! Και όσο περισσότερο μαθαίνεις για τη φύση, τόσο περισσότερο μαγική σου φαντάζει. Ξέρατε, για παράδειγμα, ότι τα δέντρα μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους χάρη μέσα από τις ρίζες τους, ακόμα και όταν βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά; Δεν είναι τυχαίο ότι δέντρα πρωταγωνιστούν σε αμέτρητα παιδικά παραμύθια, όπως ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ο Πήτερ Παν και ο Χάρυ Πότερ.
Οι άγριες θάλασσες των σκωτσέζικων Εβρίδων, τα δάση των αγγλικών λόφων στο South Down και οι ανεμοδαρμένοι βάλτοι της ανατολικής Αγγλίας – όλα αυτά είναι αρχαία τοπία που έχουν κατοικηθεί από ανθρώπους και από τις ιστορίες τους εδώ και τόσα πολλά χρόνια που δεν θα πρέπει να σας κάνει εντύπωση αν συναντήσετε κάποια ρωμαϊκή πορεία λεγεωνάριων κατά μήκος κάποιου λόφου ή αν δείτε ένα πλοίο των Βίκινγκς να «σκάει μύτη» στο βάθος κάποιας ακτογραμμής.
Πέρασα υπερβολικά μεγάλο μέρος των παιδικών μου χρόνων σε ένα μικροσκοπικό, ακατοίκητο νησί στις δυτικές ακτές της Σκωτίας. Το νησί δεν είχε δρόμους ή ρεύμα –μόνο ανεμοδαρμένες και ρημαγμένες από τις καταιγίδες άγριες ομορφιές, ενώ ήταν γεμάτο θαλασσινά πουλιά και αγριολούλουδα. Η οικογένειά μου και εγώ καταφτάναμε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές σε κάποια ακτή του νησιού με τη βοήθεια ντόπιων βαρκάρηδων που μας γύριζαν πίσω μερικές εβδομάδες αργότερα. Ενώ ήμασταν εκεί, δεν είχαμε τρόπο να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο.
Επειδή δεν είχαμε ρεύμα, το σπίτι μας φωτιζόταν από κεριά. Χωρίς τηλέφωνο ή τηλεόραση περνούσα ατελείωτο χρόνο ζωγραφίζοντας και γράφοντας ιστορίες. Τα απογεύματα ο πατέρας μου αφηγούνταν σε εμένα και τα αδέλφια μου θρύλους των Βίκινγκς που εισέβαλλαν στο νησί πριν από 1.200 χρόνια και μύθους από τις πολεμοχαρείς αρχαίες βρετανικές φυλές που πολεμούσαν είτε μεταξύ τους είτε με δράκους και υποτίθεται πως ζούσαν σε σπηλιές, στους βράχους του μικρού νησιού. Αυτές είναι ιστορίες που αργότερα πήραν ζωή στο «Πώς να εκπαιδεύσετε τον Δράκο σας».
Τα αδέρφια μου κι εγώ -μεγαλώνοντας στην δεκαετία του ’70- είχαμε μια ελευθερία που τα σημερινά παιδιά δεν έχουν. «Αντίο παιδιά, επιστρέψτε όταν πεινάσετε» έλεγαν οι γονείς μας, καθώς βγαίναμε από την πόρτα για να ζήσουμε τις περιπέτειές μας. «Μην πέσετε από κανέναν βράχο!» -Αχ, πόσο αφάνταστη ελευθερία!
Σήμερα τα παιδιά, όμως, έχουν πολύ λιγότερη ελεύθερη πρόσβαση στη φύση. Ανησυχώ, λοιπόν, ότι δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουν τη μαγεία της υπαίθρου, τη δύναμη των δέντρων και τον συναρπαστικό ενθουσιασμό του να εξερευνάς τη φύση, χωρίς έναν ενήλικα να τρέχει από πίσω σου. Έτσι, γράφω βιβλία για παιδιά που δεν θα γνωρίσουν ποτέ την ελευθερία των δικών μου παιδικών χρόνων.
Ο πατέρας μου δεν βρήκε ποτέ αν η φωλιά στον βράχο ανήκε σε θαλασσαετό ή σε γεράκι. Το δυνατό ρεύμα αέρα που με τρόμαξε τον έφερε στα συγκαλά του και έτσι επιστρέψαμε σιγά-σιγά στη βάση του βράχου πρώτου οι λαβές μου χαλαρώσουν εντελώς. Περπατήσαμε με δυσκολία μέσα στη θύελλα για να επιστρέψουμε στο μικρό πέτρινο σπιτάκι του νησιού που παραθερίζουμε, όπου, υπό το φως των κεριών, στεγνώσαμε μπροστά στη φωτιά.”