Ποιος ήταν πότε έζησε και τι συνέγγραψε; Σε αυτόν αποδίδονται πάνω από 1000 ύμνοι.
Όλοι έχουμε σιγοψιθυρίσει τον Ακάθιστο Ύμνο με τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια και Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει, αλλά λίγοι ξέρουμε ότι τα έχει μελοποιήσει και συγγράψει ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός που σήμερα τιμά η εκκλησία μας. Χειροτονήθηκε νεωκόρος στην Αγία Σοφία με πλήρη ταπεινότητα.
Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός ή ο Υμνογράφος γεννήθηκε στην Δαμασκό, περίπου το 490 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, περίπου το 556. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Ελληνικής γλώσσας, ονομαζόμενος και «ο Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης». Άνθισε κατά τον 6ο αιώνα, ο οποίος θεωρείται ο «Χρυσός Αιώνας» της Βυζαντινής υμνογραφίας. Σίγουρα όμως είναι ο πατέρας της μουσικής μας παράδοσης και παιδείας ο πατέρας του Τσιτσάνη του Βαμβακάρη του Χατζιδάκι του Θεοδωράκη και πολλών άλλων. Είναι εγγεγραμμένη στο DNA μας η μουσική του τελειότητα.
Η ζωή του Ρωμανού του Μελωδού
Η κύρια πηγή για τις πληροφορίες για τη ζωή του Ρωμανού προέρχονται από τα Μηναία. Πέρα από αυτά το όνομά του αναφέρεται μόνο από δύο άλλες αρχαίες πηγές. Η μία είναι ο ποιητής του 8ου αιώνα Άγιος Γερμανός, και η άλλη η Σούδα, όπου αποκαλείται «Ρωμανός ο μελωδός». Από αυτές τις λίγες πληροφορίες μαθαίνουμε ότι γεννήθηκε από εβραϊκή οικογένεια είτε στην Χομς είτε στη Δαμασκό, στη Συρία. Βαπτίστηκε ως νέο παιδί (αν και αν οι γονείς του επίσης προσηλυτίστηκαν δεν είναι γνωστό). Έχοντας μετακομίσει στη Βηρυτό, χειροτονήθηκε διάκονος στην Εκκλησία της Αναστάσεως εκεί.
Αργότερα μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αναστάσιου. Εκεί υπηρέτησε ως νεωκόρος στην Αγία Σοφία, διαμένοντας μέχρι το τέλος της ζωής του στο Μοναστήρι της Θεοτόκου «εις τα Κύρου», όπου θάφτηκε δίπλα στον απόστολο Άγιο Ανανία.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, ο Ρωμανός δεν θεωρούταν στην αρχή ούτε ταλαντούχος Αναγνώστης ούτε ψάλτης. Ήταν όμως αγαπητός από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης για τη μεγάλη του ταπεινότητα. Κάποτε, γύρω στο έτος 518, ενώ υπηρετούσε στην Εκκλησία της Παναγίας στις Βλαχέρνες, κατά τη διάρκεια της ολονυκτίας των Χριστουγέννων, ήταν να διαβάσει τους στίχους του καθίσματος από το Ψαλτήρι. Το διάβασε τόσο άσχημα, που αναγκάστηκε να πάρει τη θέση του άλλος Αναγνώστης. Κάποιοι κατώτεροι κληρικοί γελοιοποίησαν τον Ρωμανό για το γεγονός, και έχοντας ταπεινωθεί έκατσε σε ένα από τα σκαλοπάτια του χοροστασίου. Καταβεβλημένος από την ανησυχία και τη λύπη, σύντομα αποκοιμήθηκε.
Στον ύπνο του εμφανίστηκε η Θεοτόκος με μια περγαμηνή στο χέρι της. Τον πρόσταξε να φάει την περγαμηνή, και μόλις το έκανε, ξύπνησε. Έλαβε αμέσως την ευλογία από τον Πατριάρχη, ανέβηκε στον άμβωνα, και έψαλε αυθόρμητα χωρίς προετοιμασία το διάσημό του Κοντάκιο της Γέννησης «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει». Ο αυτοκράτορας, ο πατριάρχης, οι ιερείς και το ποίμνιο εξεπλάγησαν από την βαθιά θεολογία του ύμνου και την καθαρή και μελωδική φωνή του Ρωμανού καθώς το έψαλε. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, ήταν το πρώτο κοντάκιο που ψάλθηκε ποτέ. Η λέξη κοντάκιον αναφέρεται στην ξύλινη βάση στην οποία τυλίγεται ο πάπυρος, όπου και σημασία της εντολής της Θεοτόκου να καταπιεί την περγαμηνή, υποδηλώνοντας ότι οι συνθέσεις του θα ήταν από θεία έμπνευση. Η σκηνή της πρώτης αυτής εκτέλεσης του Ρωμανού απεικονίζεται συχνά στο κάτω μέρος των εικόνων της Αγίας Σκέπης.