Πώς κοινωνικοποιείται το παιδί στο σχολείο;

Το σχολείο αποτελεί για όλους τους μαθητές το χώρο όπου υλοποιείται ουσιαστικά η πρώτη μορφή ανεξαρτησίας και απαλλαγής του παιδιού από το έντονο συναισθηματικό δέσιμο με την οικογένεια…

Ευχαριστούμε θερμά για τις πολύτιμες πληροφορίες τον δάσκαλο Κωνσταντίνο Γκαρλέμο

…στη σχολική κοινωνικοποίηση εντάσσεται το σύνολο των επιδράσεων που εισπράττει ο μαθητής στο περιβάλλον του σχολείου γενικότερα και της τάξης ειδικότερα. Όταν το μικρό παιδί έρχεται στο σχολείο, ουσιαστικά βρίσκεται για πρώτη φορά μακριά από την οικογένειά του και καλείται να αναλάβει ευθύνες και να αποφασίσει για πράγματα που το αφορούν. Με την είσοδό του στο σχολείο αρχίζει να γνωρίζει τη σχολική πραγματικότητα η οποία βρίθει κανόνων, αξιών, στάσεων, αντιλήψεων, υποχρεώσεων, πρακτικών κλπ. Γενικά όλα τα παραπάνω αφορούν τη σχολική κοινωνικοποίηση και προκύπτουν από την αλληλεπίδραση του μαθητή με το σχολικό περιβάλλον, μέσα από την ενεργητική αντιμετώπιση του οποίου ο μαθητής διαμορφώνει την προσωπική και κοινωνική του ταυτότητα (Κωνσταντίνου, 2005, σ. 32).
Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον των κοινωνιολόγων και η έρευνα έχουν στραφεί κυρίως στην καθημερινότητα της σχολικής ζωής και στους παράγοντες που την επηρεάζουν. Εδώ δε θα αναφερθούμε σε παράγοντες έξω από το σχολείο, όπως το κοινωνικό στρώμα στο οποίο ανήκει η οικογένεια του παιδιού, αλλά στα συμβάντα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Ulich ότι η κοινωνικοποίηση συντελείται σε ένα πλαίσιο ποικίλων σχέσεων και καταστάσεων, οι παράγοντες που επηρεάζουν την κοινωνικοποίηση στο σχολείο μπορούν να συνοψιστούν στους εξής:
• Το σχολικό σύστημα, η οργάνωση του σχολείου και το σχολικό κλίμα.
• Οι σχέσεις μαθητών μεταξύ τους.
• Οι σχέσεις μεταξύ μαθητών και δασκάλου.
• Η επίδοση, το άγχος και άρνηση μάθησης.
• Οι σχολικοί κανόνες και οι αποκλίνουσες συμπεριφορές.
• Η κοινωνικοποίηση του δασκάλου.
• Τα περιεχόμενα των μαθημάτων και τα βιβλία (Νικολάου, 2009 σ. 65).

Η λειτουργία του σχολείου και της τάξης στηρίζεται στις επιδιώξεις του εκπαιδευτικού συστήματος, που αφορούν την επιτυχία του να εισάγει τους μαθητές σε γνώσεις, αξίες και κανόνες που συνδέονται με τη δομή και την οργάνωση της κοινωνίας. Η έρευνα έχει δείξει πως το σχολικό κλίμα επηρεάζει τα παιδιά ως προς την κατάκτηση γνωστικών, ηθικών και κοινωνικών μαθησιακών στόχων. Για τη διαμόρφωση όμως κατάλληλου σχολικού κλίματος σημαντικό ρόλο παίζει η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ του δασκάλου και των μαθητών αλλά και των μαθητών μεταξύ τους.
Παράγοντες που επηρεάζουν την αλληλεπίδραση δασκάλου-μαθητή είναι το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο συμπεριφοράς του δασκάλου και των μαθητών, εννοώντας την κοινωνική μάθηση του παρελθόντος, τις τωρινές κοινωνικές σχέσεις και εμπειρίες, τις επιρροές και τις προσμονές από τους ρόλους (Τσιπλητάρης, 2000, σ. 49). Οι εμπειρίες των μαθητών εκτός σχολείου(παρέες ομηλίκων) και εντός σχολείου(συμμαθητές) καθώς και η επίδοση στα μαθήματα διαμορφώνουν τις σχέσεις τους. Έτσι μαθητές με ισάξιες επιδόσεις τείνουν να έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους. Ο ρόλος του δασκάλου εδώ είναι ουσιαστικός, εφόσον εκείνος αξιολογεί τις επιδόσεις των μαθητών και, σύμφωνα με έρευνες, οι μαθητές τείνουν να συμπαθούν εκείνους που συμπαθεί και ο δάσκαλος (Ulich, 1991, pp. 377-396). Παραμένει δύσκολο να μπορέσει ο δάσκαλος να δημιουργήσει μέσα στην τάξη του ένα κλίμα ευχάριστο που να στηρίζεται στο δημοκρατικό πνεύμα και το σεβασμό, ώστε όλα τα παιδιά να έχουν τη δυνατότητα να ξεδιπλώσουν τις ικανότητές τους και να πετύχουν υψηλή επίδοση και πλήρη κοινωνικοποίηση (Μπάμπαλης, 2005, σ. 49).
Για να αναπτυχθεί μια κοινωνική επικοινωνία μεταξύ των μαθητών στο σχολείο πρέπει να εξασφαλιστούν και ορισμένες προϋποθέσεις, όπως ένα ευρύχωρο και ευχάριστο σχολικό προαύλιο, μια ευχάριστη αίθουσα διδασκαλίας με διαρρύθμιση των θρανίων κατάλληλη για ομάδες εργασίας, ένας αριθμός τάξης μέχρι 20 μαθητές, σχολικές βιβλιοθήκες και χώροι αναψυχής και ξεκούρασης.
Συνήθως οι σχέσεις δασκάλου – μαθητών διαμορφώνονται όχι βάσει των αναγκών των μαθητών, αλλά βάσει της ανταπόκρισης του μαθητή στα καθήκοντα που επιβάλλει το σχολείο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να βιώνει άγχος καθημερινά, αφενός γιατί δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου, δηλαδή, στις προσδοκίες των ενηλίκων και αφετέρου γιατί δεν έχει καλές διαπροσωπικές σχέσεις με το δάσκαλο. Έτσι σιγά- σιγά περιθωριοποιείται, αποξενώνεται και τελικά αρνείται να συμμετέχει στη μαθησιακή διαδικασία. Η άρνησή του αυτή μπορεί να οδηγήσει στην υποτίμηση των διανοητικών ενδιαφερόντων και σε μία αποστροφή προς το σχολείο γενικότερα. Ο τρόπος που θα εκφράσει τη δυσαρέσκειά του συνδέεται με διάφορες μορφές παραβατικής συμπεριφοράς. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να αποτελέσει παράγοντα αποτυχίας μεγάλου αριθμού μαθητών και αύξηση της εγκληματικότητας σε άτομα που, από άποψη κοινωνικής θέσης, βρίσκονται στο κατώτερο επίπεδο της ιεραρχικής κλίμακας.
Ο δάσκαλος με το να αποδέχεται το ρόλο του ως πρότυπο συμπεριφοράς, διευκολύνει τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης του παιδιού (μάθηση μέσω παρατήρησης και ταύτισης, όπως διατυπώθηκε από τον Bandura). Στο πλαίσιο των διδακτικών του καθηκόντων γίνεται φορέας μετάδοσης των αξιών, των κανόνων και του πολιτισμού της κοινωνίας. Πρόβλημα δημιουργείται, όταν ο εκπαιδευτικός είναι προσανατολισμένος κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά σε διαφορετικές θέσεις από αυτές του δεδομένου κοινωνικού συστήματος.