Οι διωγμοί, τα βασανιστήρια, οι θρύλοι
Η Αγία Αικατερίνη ή Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας, γνωστή και ως Μεγαλομάρτυς Αγία Αικατερίνη και κατά τους υμνολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Αικατερίνα (282 – 305), που κατά την Ορθοδοξία, έγινε αγία επειδή έμεινε ακλόνητη στα πιστεύω της παρά τις πιέσεις και τα βασανιστήρια που υπέστη, κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα.
Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη της στις 25 Νοεμβρίου.
Έζησε επί εποχής Μαξιμίνου, απόλυτου άρχοντα της Αιγύπτου, ιδιαίτερου χριστιανομάχου και ήταν βασιλικού γένους, κόρη του αριστοκράτη τότε Κώνστα. Έτυχε μεγάλης μόρφωσης και ήταν κάτοχος της λατινικής γλώσσας και της ελληνικής φιλολογίας.
Σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική και πολλές ξένες γλώσσες της εποχής της. Από νεαρή ηλικία προσελκύσθηκε από τη χριστιανική διδασκαλία την οποία μελέτησε και αφού ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, εργάσθηκε με έντονη δράση και ενθουσιασμό για τη διάδοσή του επιτυγχάνοντας πολλά χάριν της ρητορικής της δεινότητας και των πολλών γνώσεών της. Την Αικατερίνη όμως εκτός της σοφίας και των αρετών της, την διέκρινε και το σπάνιο κάλλος της μορφής της.
Λέγεται ότι στην ηλικία των 18 ετών επισκέφθηκε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν πιθανόν ο Μαξιμίνος Β΄ ή ο Μαξέντιος, και προσπάθησε να τον πείσει για το ότι ήταν εσφαλμένοι οι διωγμοί που διεξήγε κατά των Χριστιανών. Πέτυχε όμως να μεταστρέψει στον Χριστιανισμό τη γυναίκα του αυτοκράτορα.
Τούτο προήλθε από μία σύγχυση με μια ωραιότατη αριστοκράτισσα της Αλεξάνδρειας που είχε αποκρούσει τις ακόλαστες προτάσεις του Μαξιμίνου και εξ αυτού τιμωρήθηκε με δήμευση όλης της περιουσίας της από αυτόν, της οποίας την ιστορία είχε γράψει ο εκκλησιαστικός συγγραφέας του 4ου αιώνα, Ευσέβιος. Η σύγχυση όμως αυτή διαλύθηκε πρώτα από τη διαπίστωση ότι ουδεμία τέτοια λεπτομέρεια του βίου της Αγίας δεν αναφέρεται στη βιογραφία εκείνης και ούτε του μαρτυρικού της θανάτου, αλλά και από στοιχεία (σχόλια) από άλλο συγγραφέα βεβαιώνεται ότι η Αλεξανδρινή αριστοκράτισσα λεγόταν Δωροθέα. Πάντως η Αγία Αικατερίνη από νεαρότατη ηλικία είχε δείξει ασυνήθη ευσέβεια και προσήλωση στα Θεία όπου και ο θρύλος ότι δέχθηκε το «δακτυλίδι πνευματικής μνηστείας» από μέρους του Χριστού που της προσκόμισε η αειπάρθενος Μητέρα Του ή κατ’ άλλους από τον Ίδιον.
Για τη δράση και τη ζωή της αγίας δεν υπάρχουν ιστορικές πληροφορίες, κανένας ιστορικός δεν την αναφέρει και ούτε ένας μάρτυρας δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξή της και μέχρι το τέλους του 9ου αιώνα και με δεδομένο ότι η εποχή του μαρτυρικού της θανάτου προσδιορίσθηκε περί το 305 μ.Χ. υπάρχει σιωπή πέντε αιώνων, η οποία είναι αδύνατον να μην προσδώσει στις κατοπινές πληροφορίες κάποιες αοριστίες, χωρίς αυτές όμως να σημαίνουν πως η σχετική παράδοση περί της Αγίας Αικατερίνης στερείται ιστορικής βάσης.
Σύμφωνα με τον Ρουφίνο, το πρώτο της όνομα ήταν Δωροθέα. Μετά τη βάφτισή της όμως, έλαβε το όνομα Αικατερίνα, αυτή δηλαδή που είναι πάντα καθαρή, αγνή (αιέν καθαρινά, δηλαδή «η πάντοτε αγνή»).
Απετέλεσε ένα αντίπαλο δέος στην Ελληνίδα φιλόσοφο Υπατία κατά τη μεσαιωνική σκέψη· Παρόμοια με την Υπατία, λέγεται ότι ήταν σοφή (ιδιαιτέρως όσον αφορά στη φιλοσοφία και τη θεολογία), πολύ όμορφη, αγνή, και ότι δολοφονήθηκε άγρια λόγω της δημόσιας έκθεσης τής πίστης της —105 χρόνια προ του θανάτου της Υπατίας (αν και τα πρώτα κείμενα που την αναφέρουν, ή οι διάφορες παραλλαγές τους, χρονολογούνται πολύ αργότερα).
Οι διωγμοί, τα βασανιστήρια, οι θρύλοι
Σύμφωνα με τον Ρουφίνο, ύπαρχο της αυλής του αυτοκράτορα Θεοδόσιου, το πρώτο της όνομα ήταν Δωροθέα. Μετά τη βαφτισή της, όμως, έλαβε το όνομα Αικατερίνα, αυτή δηλαδή που είναι πάντα καθαρή, αγνή (αιέν καθαρινά, δηλαδή «η πάντοτε αγνή»). Έζησε στην Αλεξάνδρεια, στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και είχε αριστοκρατική καταγωγή και τεράστια μόρφωση.
Κατά τη φυλάκισή της η αγία υπέμεινε τις πιέσεις και τις κακουχίες με θάρρος και υπομονή, που αντλούσε, σύμφωνα με την παράδοση, από τη δύναμη της βαθιάς της πίστης, όπως συνέβαινε τότε και με όλους τους Χριστιανούς που μετά τον θάνατό τους αναγνωρίστηκαν από την Εκκλησία ως μάρτυρες.
Όταν στη συνέχεια έμαθε η σύζυγος του αυτοκράτορα, Φαυστίνα, τον λόγο για τον οποίο είχε φυλακιστεί και είχε καταδικαστεί σε θάνατο, όχι απλώς συγκινήθηκε από τη στάση της, αλλά ζήτησε να της δοθεί η άδεια να την επισκεφτεί στο κελί της. Το αίτημά της έγινε δεκτό και, έτσι, με συνοδεία 200 στρατιωτών, οι οποίοι είχαν ως επικεφαλής τον Φρούραρχο Πορφυρίωνα ή Πορφύριο, συναντήθηκε μαζί της.
Όμως τόσο η Φαυστίνα όσο και οι στρατιώτες προσηλυτίστηκαν από την Αικατερίνη στη νέα θρησκεία. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τον αποκεφαλισμό της συζύγου του, Φαυστίνας, του φρουράρχου και των στρατιωτών και διέταξε την εκτέλεση της αγίας με μαρτυρικό τρόπο.
Για τον θάνατό της χρησιμοποιήθηκε ο «τροχός των βασανιστηρίων», ένα κυκλικό σίδερο του οποίου η περιφέρεια έφερε καρφιά. Ο τροχός αυτός κινούνταν με σκοινιά και τροχαλίες σιγά-σιγά και ακουμπούσε το δεμένο σώμα του καταδικασθέντος σε θάνατο.
Ο θρύλος εδώ αναφέρει πως τα καρφιά του τροχού, όταν πλησίασαν το σώμα της αγίας, ένα-ένα έσπαγαν. Κατ’ άλλον θρύλο, ο εν λόγω τροχός, πριν πλησιάσει το σώμα της αγίας, διαλύθηκε «εις τα εξ ων συνετέθη».
Έτσι, αποφασίστηκε τελικά ο αποκεφαλισμός της, ο οποίος, όταν συνέβη, οι παριστάμενοι αντιλήφθηκαν να ρέει γάλα αντί αίμα.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με έναν άλλο θρύλο, το πάναγνο σώμα της αγίας μεταφέρθηκε υπό «πτερύγων αγγέλων» στο όρος Σινά της ομώνυμης χερσονήσου, όπου επί αιώνες έμεινε άταφο, κατά τους βιογράφους της και την ιερή παράδοση, μέχρι τον 6ο αιώνα, οπότε ερημίτες μοναχοί της περιοχής μέσω οράματος ειδοποιήθηκαν και κατέβασαν από το όρος το σώμα της αγίας και το εναπόθεσαν σε μαρμάρινη θήκη. Σύμφωνα με έναν θρύλο, το πάναγνο σώμα της αγίας μεταφέρθηκε υπό «πτερύγων αγγέλων» στο όρος Σινά της ομώνυμης χερσονήσου, όπου επί αιώνες έμεινε άταφο
Έπειτα ενημερώθηκε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο οποίος έκτισε την ιερή Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά και την εκκλησία (καθολικό) της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (που κτίσθηκε μεταξύ 548 και 565) εντός της οποίας τοποθετήθηκε η μαρμάρινη θήκη.
Στη μονή αυτή διασώζεται ένα σημαντικό θησαυροφυλάκιο της πρώιμης χριστιανικής τέχνης και αρχιτεκτονικής και πλήθος εικονογραφημένων χειρογράφων. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή του θρύλου, έχοντας απορρίψει η Αικατερίνη πολλές γαμήλιες προτάσεις, ανέβηκε στους ουρανούς κατά τη διάρκεια οράματος και μνηστεύθηκε τον Χριστό.
Ιερά λείψανα, όμως, της Αγίας Αικατερίνης της Μεγαλομάρτυρος φέρονται να επιδεικνύονται από τα μέσα του 11ου αιώνα και στη νορμανδική πόλη Ρουάν, όπου, κατά τους Kαθολικούς, τα έφερε εκεί περί το 1207 ο ερημίτης μοναχός Συμεών.
Ο εορτασμός
Η ημέρα του μαρτυρίου της Αγίας Αικατερίνης θεωρείται η 24 Νοεμβρίου, της δε εύρεσης των λειψάνων της η 25η Νοεμβρίου, εκτός, όμως, όλων των Σλάβων, που τιμούν ιδιαίτερα μέχρι σήμερα την ημέρα του μαρτυρικού θανάτου της αγίας.
Όλοι οι άλλοι Χριστιανοί τιμούν τη μνήμη της στις 25 Νοεμβρίου, έπειτα από σύσταση-απόφαση των μοναχών του Σινά, οι οποίοι συνέπτυξαν σε μία και τις δύο εορτές, ώστε να συνεορτάζεται με τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Παρά το γεγονός ότι η αγία τιμήθηκε όσο κανείς και από τους Καθολικούς, το 1969 η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αφαίρεσε την εορτή της από το γενικό εορτολόγιο των αγίων που δημοσιεύθηκε από τη Σύνοδο για τη Θεία Λατρεία και την Τάξη των Αγίων, ισχυριζόμενη την έλλειψη ιστορικών αποδείξεων για την ύπαρξή της. Το 2002 περιλήφθηκε ξανά στο ημερολόγιο.