Μια πρόσφατη μελέτη, φέρνει στο φως μια συχνά παραγνωρισμένη διάσταση των διατροφικών διαταραχών: τη βαθιά τους σύνδεση με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μιας οικογένειας.
Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2025 στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open, οι ερευνητές Jane S. Hahn και συνεργάτες, αξιοποιώντας στοιχεία από περισσότερους από 7.800 εφήβους της μακροχρόνιας μελέτης ALSPAC (Avon Longitudinal Study of Parents and Children), κατέδειξαν ότι οι νέοι που μεγαλώνουν σε οικονομικά δυσχερέστερα περιβάλλοντα διατρέχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων διατροφικών διαταραχών. Η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, και η Βιολόγος Αλεξάνδρα Σταυροπούλου (Θεραπευτική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα») συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία και τη σημασία των ευρημάτων.
Διαβάστε επίσης: Οι διατροφικές διαταραχές, είναι θέμα γονιδιώματος, η δρ. Μαρία Τσιάκα αποκλειστικά στο infokids
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας
Τα στοιχεία είναι ανησυχητικά: στην ηλικία των 14 ετών, σχεδόν 8 στους 100 εφήβους εμφάνιζαν συμπτώματα διατροφικής διαταραχής, ποσοστό που σχεδόν διπλασιάστηκε στα 16 χρόνια και άγγιξε το 19% στα 18. Παράλληλα, οι έφηβοι των οποίων οι γονείς είχαν μόνο υποχρεωτική εκπαίδευση παρουσίαζαν 64% μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν τέτοια συμπτώματα σε σχέση με συνομηλίκους τους από οικογένειες με πανεπιστημιακή μόρφωση. Κάθε επιπλέον «μονάδα» οικονομικών δυσκολιών συσχετιζόταν με αύξηση της πιθανότητας εκδήλωσης διαταραγμένων διατροφικών συμπεριφορών, ενώ οι οικογένειες στο χαμηλότερο 20% εισοδημάτων εμφάνιζαν σαφώς αυξημένο κίνδυνο συγκριτικά με τις πιο προνομιούχες.
Γιατί οι ανισότητες επηρεάζουν την ψυχική υγεία
Η κοινωνικοοικονομική θέση μιας οικογένειας δεν καθορίζει μόνο την καθημερινότητα ή την εκπαιδευτική πορεία ενός παιδιού, αλλά και την ψυχική του υγεία. Η φτώχεια, η ανασφάλεια και η έλλειψη σταθερότητας δημιουργούν ένα περιβάλλον που μπορεί να γίνει ψυχολογικά επιβαρυντικό για τον έφηβο. Σε αυτό το πλαίσιο, η τροφή συχνά μετατρέπεται σε μέσο ελέγχου, διαφυγής ή έκφρασης εσωτερικών συγκρούσεων. Το σώμα γίνεται πεδίο όπου αποτυπώνονται οι εξωτερικές πιέσεις και το άγχος της καθημερινότητας.
Οι δυσκολίες πρόσβασης στην υποστήριξη
Ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι οι οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα έχουν λιγότερη πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας και εξειδικευμένη υποστήριξη. Συχνά δεν αναγνωρίζουν εγκαίρως τα σημάδια μιας διατροφικής διαταραχής ή δεν απευθύνονται σε ειδικούς, είτε λόγω κόστους είτε από φόβο του στιγματισμού. Παράλληλα, πολλά προγράμματα πρόληψης και ενημέρωσης δεν φτάνουν ποτέ σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες, παραμένοντας προνόμιο των πιο εύπορων στρωμάτων.
Τι σημαίνει αυτό για γονείς και κοινωνία
Η συγκεκριμένη μελέτη υπενθυμίζει πως οι διατροφικές διαταραχές δεν έχουν κοινωνική τάξη ούτε αφορούν μόνο συγκεκριμένες ομάδες, όπως συχνά παρουσιάζονται στα μέσα ενημέρωσης. Οι νέοι από ευάλωτα κοινωνικά περιβάλλοντα είναι πιθανό να υποφέρουν σιωπηλά, χωρίς την κατάλληλη στήριξη. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές υγείας και πρόληψης δεν μπορούν να περιορίζονται στη γενική ευαισθητοποίηση, αλλά πρέπει να είναι στοχευμένες. Χρειάζονται ισχυρότερες δομές ψυχικής υγείας μέσα στα σχολεία, κοινοτικά κέντρα υποστήριξης και καμπάνιες ενημέρωσης που να είναι οικονομικά προσιτές και πολιτισμικά κατάλληλες, ώστε να φτάνουν πραγματικά σε όσους έχουν περισσότερη ανάγκη.
Ένα μήνυμα που δεν πρέπει να αγνοήσουμε
Η ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινωνικό τους περιβάλλον. Όσο η φτώχεια, η ανισότητα και ο κοινωνικός αποκλεισμός παραμένουν υπαρκτές πραγματικότητες, τόσο θα αυξάνονται οι κίνδυνοι για τη σωματική και ψυχική τους υγεία. Το μήνυμα της μελέτης είναι σαφές: η πρόληψη και η στήριξη δεν είναι πολυτέλεια για λίγους, αλλά θεμελιώδες δικαίωμα για όλα τα παιδιά.