Η τελευταία κινητοποίηση των εκπαιδευτικών που αγωνίζονται κατά της ατομικής αξιολόγησης, την περασμένη Τετάρτη 15/2, είναι από αυτές που αγκαλιάστηκαν από τους υπόλοιπους πολίτες και δη από τους γονείς μαθητών, όσο λίγες.
Μάλιστα, η πορεία υπήρξε η μαζικότερη των τελευταίων ετών, αφού πλαισιώθηκε από τους καλλιτέχνες και τους σπουδαστές των δραματικών σχολών, καθώς και τους αρχαιολόγους, που εναντιώνονται στο Προεδρικό Διάταγμα και στην υποβάθμιση των πτυχίων τους.
Στο πλαίσιο του αγώνα αυτού, η εκπαιδευτικός της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης με εξειδίκευση στη “Διδακτική της ιστορίας” και συγγραφέας κ. Ευαγγελία Κουνέλη, προχώρησε σε μία ανάρτηση, με την οποία απαντά και ξεκαθαρίζει σε όλους για ποιον λόγο, ακόμα και οι δάσκαλοι που δεν έχουν τίποτα να “φοβηθούν” από τον θεσμό της αξιολόγησης, αρνούνται να την δεχτούν. Και έχει νόημα να την ακούσουμε:
“Προσωπικά, ο θεσμός της ατομικής αξιολόγησης μπορεί και να με βόλευε πάρα πολύ! Έχω περάσει 6 χρόνια της ζωής μου μέσα στο σχολείο και ταυτόχρονα σε πολλές άλλες δομές. Δούλευα ως δασκάλα και ζούσα ταυτόχρονα και ως μαθήτρια (μετεκπαίδευση, μεταπτυχιακό, διδακτορικό, ξένη γλώσσα, υπολογιστές β΄επιπέδου, ετήσιες επιμορφώσεις… κ.λπ.)!
Η αγάπη για τη δουλειά μου, οι σπουδές και η εμπειρία μου όλα αυτά τα χρόνια με κάνουν να νιώθω εξαιρετικά ασφαλής, ώστε να μη φοβάμαι οποιονδήποτε εξωτερικό έλεγχο, καθώς είμαι σε θέση να υποστηρίξω παιδαγωγικά, επιστημονικά και μεθοδολογικά τις πρακτικές που ακολουθώ, και ικανή να αφοσιώνομαι στους μαθητές μου, προσπαθώντας να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για την ολόπλευρη ανάπτυξή τους, γνωστική και κοινωνικο-συναισθηματική.
Γιατί λοιπόν να μη θέλω την ατομική αξιολόγηση; Γιατί απήργησα χθες και δεν ήμουν με τους μαθητές μου στο σχολείο, όπου καθημερινά μοιραζόμαστε τις πιο δημιουργικές μας στιγμές;
1ον: Γιατί το σύστημα / ο τρόπος της αξιολόγησης αποφασίστηκε από ένα υπουργείο, χωρίς καμιά δημόσια διαβούλευση, χωρίς να συμμετέχω σε κανέναν επιστημονικό διάλογο, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι γνώσεις και η εμπειρία μου. Αποφασίστηκε με κριτήρια πολιτικά, οικονομικά, διοικητικά, οποιαδήποτε πλην των επιστημονικών, στα οποία μπορούσα και όφειλα να συμμετέχω. Ερήμην των εκπαιδευτικών λοιπόν το σύστημα…
2ον: Γιατί θα με αξιολογήσει ένα και μόνο πρόσωπο, ο Σύμβουλος Εκπαίδευσης, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται 30-40 σχολεία (ανάλογα με την περιφέρεια), δηλαδή περισσότεροι από 500 εκπαιδευτικοί, τους οποίους και να ήθελε δεν μπορεί να γνωρίζει προσωπικά, δεν έχει καμία επαφή με την καθημερινότητά τους, τις ιδιαιτερότητες των μαθητών τους, τις αδυναμίες και τις ελλείψεις των σχολείων που υπηρετούν, οι οποίες μοιραία δυσκολεύουν το έργο τους. Ο Σύμβουλος δεν τους συμβούλευσε ποτέ!
3ον: Αυτό το μονοπρόσωπο σύστημα αξιολόγησης απαιτεί από τον αξιολογητή μέσα σε μια διδακτική ώρα 45 λεπτών να αξιολογήσει 40 ποιοτικούς δείκτες (παιδαγωγικούς, διδακτικούς, επιστημονικούς, επικοινωνιακούς….), τους οποίους θα πρέπει να ποσοτικοποιήσει, και να καταγράψει το αποτέλεσμα σε μια 4βαθμη κλίμακα ((μη ικανοποιητικό, καλό, πολύ καλό, εξαιρετικό), που πρακτικά σημαίνει ότι στριμώχνονται όλοι οι εκπαιδευτικοί να χωρέσουν σε 4 κατηγορίες. Ποιος «υπερεπιστήμονας» ισχυρίζεται ότι μπορεί να το κάνει αυτό;
4ον: Γιατί εφόσον κριθώ «εξαιρετική», που εγώ είμαι σίγουρη ότι έτσι θα κριθώ, η ανταμοιβή μου θα είναι κάποια μόρια για να γίνω στέλεχος εκπαίδευσης! Δηλαδή να βγω από την τάξη όπου εκτιμώ ότι προσφέρεται το ουσιαστικό έργο για τη βελτίωση της εκπαίδευσης. Μα το υπουργείο ισχυρίζεται ότι θα βρει τους «εξαιρετικούς» και θα βελτιώσει την εκπαίδευση των παιδιών… Κάτι δεν μου πάει καλά κι εδώ.
5ον: Γιατί οι συνάδελφοί μου που θα κριθούν «μη ικανοποιητικοί» θα κλιθούν να «βελτιωθούν», λέει το ΦΕΚ, επιμορφούμενοι σε ένα εκπαιδευτικό υλικό που θα κρίνει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ). Για την πρώτη φορά της αξιολόγησης. Μετά δεν μας λέει το ΦΕΚ τι θα ακολουθήσει… Θα το εισηγείται ο εκάστοτε Πρόεδρος του ΙΕΠ!
6ον: Γιατί μόλις πριν δυο χρόνια, σε μια σειρά εκθέσεων το Υπουργείο Παιδείας (ενδεικτικά, η μελέτη με τίτλο “Τομεακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης” του Τμήματος Α’ Κατάρτισης Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του ΥΠΑΙΘ”, 2ος 2020) διαπιστώνει: 1) Δυνατό σημείο αποτελεί “το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των εκπαιδευτικών”! 2) Αδύνατο σημείο είναι το συμπέρασμα ότι “οι εκπαιδευτικοί στερούνται ευκαιριών ανάπτυξης των παιδαγωγικών τους ικανοτήτων, καθώς και “την γήρανση του εκπαιδευτικού προσωπικού” και ότι “ένα μεγάλο ποσοστό συνταξιοδοτήθηκε και η μη δυνατότητα προσλήψεων λόγω των περιορισμών αύξησε υπέρογκα τον αριθμό των αναπληρωτών εκπαιδευτικών”.
Δεν φρόντισε, όμως, το υπουργείο μου ούτε να οργανώσει σοβαρή επαναλαμβανόμενη επιμόρφωση (τις επιμορφώσεις μου τις πληρώνω εγώ, και εγώ κρίνω ποιες είναι «έγκυρες»), δεν φρόντισε να μειωθεί ο αριθμός των αναπληρωτών και οι εργασιακές τους συνθήκες, δεν φρόντισε να μπορώ να συνταξιοδοτηθώ πριν φτάσω να μην μπορώ να κάνω μάθημα στην τάξη!
Γιατί ο δάσκαλος δεν είναι ένας οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος και η εκπαίδευση δεν είναι απλά μια γραφειοκρατική υπηρεσία, αλλά ένα κοινωνικό εργαστήριο… Η επόμενη κοινωνία σφυρηλατείται μέσα στο σημερινό σχολείο.
Μπορώ να συνεχίσω έτσι με έναν μεγάλο αριθμό ακόμα λόγων που αποδεικνύουν ότι το ζητούμενό μου ΔΕΝ είναι να μην αξιολογηθώ! Θέλω να αξιολογηθώ. Αλλά με έναν τρόπο επιστημονικά έγκυρο, πρακτικά ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο, που θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα τη βελτίωση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου.
Αληθινή βελτίωση. Όχι μεγάλα λόγια και σύνθετες γραφειοκρατικές διαδικασίες, που θα μπορούν κάθε φορά να αξιοποιούνται πολιτικά σαν τους χρησμούς της Πυθίας! Όχι ωραιοποιήσεις ή δαιμονοποιήσεις για λαϊκή κατανάλωση στα τηλεοπτικά παράθυρα και στον τύπο.
Γιατί το ζήσαμε κι αυτό! Ζήσαμε την παρουσίαση μιας αντιπαιδαγωγικής γραφειοκρατικής επιλογής να εμφανίζεται με τον βαρύγδουπο τίτλο: Εργαστήρια Δεξιοτήτων, χωρίς κανένα αντίκρισμα στην ανάπτυξη πραγματικών δεξιοτήτων ζωής στα παιδιά. Ζήσαμε την παρουσίαση της τηλεκπαίδευσης σαν την μεγάλη επιτυχία να μην χάσουν τα παιδιά μαθήματα και γυρίσαμε στο σχολείο και βρήκαμε παιδιά απόλυτα εξαρτημένα από τις οθόνες (εμείς που κάναμε προγράμματα αγωγής υγείας για να προλάβουμε τον εθισμό στα ψηφιακά μέσα), που είχαν ξεχάσει να πιάνουν το μολύβι, να διαβάζουν βιβλία, να λένε καλημέρα, ευχαριστώ, παρακαλώ ή συγγνώμη στον/στην συμμαθητή/τριά τους. Και το θεωρήσαμε τέτοια επιτυχία που δεν επιτρέψαμε στα παιδιά ούτε τη μια μέρα του χιονιού να μην την περάσουν μακριά από τις οθόνες.
Αυτά τα πολλά –λίγα στην πραγματικότητα–, γιατί είναι τόσα και τόσα όσα έχουν «ξεφτίσει» το δημόσιο σχολείο ιδιαίτερα κατά την τελευταία 10ετία… Αυτό που με πονάει περισσότερο από όλα δεν είναι ο τρόπος που με απαξιώνει το υπουργείο παιδείας, κουνώντας μου το δάχτυλο και λέγοντάς μου «ό,τι αποφάσισα εγώ θα κάνεις».
Αυτό που με πονάει είναι ότι με συγκεκριμένο μιντιακό μοχλό για άλλη μια φορά επιδιώκεται (και δυστυχώς επιτυγχάνεται) η καλλιέργεια του κοινωνικού αυτοματισμού… η δύναμη που η εκάστοτε κυβέρνηση παίρνει στρέφοντας τη μία κοινωνική ομάδα απέναντι στην άλλη… αυτό το μακιαβελικό «διαίρει και βασίλευε»… Συγγνώμη για την έκταση της ανάρτησης… Ευχαριστώ για το χρόνο σας όσοι το διαβάσατε!”
Διαβάστε ακόμα:
Τραγωδία στη Θεσσαλονίκη: Νεκρό 2,5 ετών κοριτσάκι σε δημοτικό βρεφοκομείο