Απομένουν δύο μόνο 24ωρα πριν οι μαθητές επιστρέψουν ξανά στις σχολικές τους τάξεις και αυτή είναι μία απόφαση του υπ. Παιδείας που, σε αντίθεση με τα παιδιά που ανυπομονούν, δεν έχουν δεχτεί όλοι οι γονείς με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Οι ανησυχίες είναι πολλές και σχετίζονται με τον αριθμό των κρουσμάτων που δεν έχει παρουσιάσει ακόμα ασφαλή μείωση, ενώ περισσότερα είναι και τα ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο θα εφαρμοστούν επιτυχώς τα μέτρα στο σχολείο και σε τι περιπέτεια θα μπει η οικογένεια τη στιγμή που το παιδί θα επιστρέψει από το σχολείο με συμπτώματα ίωσης ή γρίπης.
Επικοινωνήσαμε με την παιδίατρο κ. Άννα Παρδάλη, η οποία βρίσκει τους προβληματισμούς αυτούς των γονιών άκρως δικαιολογημένους, ενώ συμφωνεί με τους επιστήμονες που επιμένουν, ότι σαφώς είναι ανάγκη των παιδιών να επιστρέψουν στην σχολική ζωή είναι μεγάλη, όμως αυτό θα έπρεπε να γίνει με λίγη ακόμα καθυστέρηση. Όπως χαρακτηριστικά λέει και η ίδια, «Θα έπρεπε να έχουμε λίγο καλύτερα επιδημιολογικά δεδομένα για να ξεκινήσουμε. Αν καθυστερούσε το άνοιγμα των σχολείων λίγο ακόμα, θα ήταν και περισσότερες οι πιθανότητες να μην χρειαστεί να κλείσουν ξανά στο μέλλον».
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του υπ. Παιδείας φαίνεται να είναι ειλημμένη συνεπώς η κ. Παρδάλη συνιστά στους γονείς «Τεταμένη προσοχή και σε κάθε ήπιο σύμπτωμα να επικοινωνούν με τον παιδίατρό τους». Απαντά δε στους επιμέρους προβληματισμούς:
Πιθανά θα υπάρξει αύξηση αναπνευστικών ιώσεων ή και εμφάνιση γρίπης
«Είναι γνωστό και δεδομένο πλέον μέχρι σήμερα, ότι τα παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών νοσούν σπάνια από Covid-19 και -αν νοσήσουν- είναι συνήθως ασυμπτωματικά. Ωστόσο υπάρχει κίνδυνος ανάπτυξης σοβαρής νόσου στα μωρά κάτω του έτους ή στα παιδιά με υποκείμενα νοσήματα και όσα κάνουν χρήση ανοσοκατασταλτικών. Επιπλέον, έχει επικρατήσει και η άποψη, ότι τα παιδιά μεταδίδουν λιγότερο τον ιό. Σε κάθε περίπτωση, οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν, ότι η μεγαλύτερη μεταδοτικότητα του ιού είναι 1-2 ημέρες πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων και για μία περίπου εβδομάδα.
Αυτό που επίσης πρέπει, όμως, να έχουν στο μυαλό τους οι γονείς είναι, ότι η χειμερινή περίοδος χαρακτηρίζεται από ποικιλία αναπνευστικών ιώσεων, με συμπτώματα που εύκολα μπορεί να θεωρηθούν κορωνοϊός, ενώ δεν αποκλείεται με την επιστροφή στα σχολεία να έχουμε και συμπτώματα γρίπης, η οποία μέχρι στιγμής λόγω των αυστηρών μέτρων δεν έχει εμφανιστεί», λέει η παιδίατρος.
Απαντώντας στον προβληματισμό των γονιών για τα ανοιχτά παράθυρα που προβλέπονται κατά την διάρκεια του χειμώνα στις τάξεις, προκειμένου αυτές να αερίζονται διαρκώς, η κ. Παρδάλη είναι κατανοητική: «Είναι αυτονόητο ότι τα παράθυρα πρέπει να είναι ανοιχτά στα διαλείμματα, όμως πώς θα γίνει αυτό την ώρα του μαθήματος που τα παιδιά θα είναι στάσιμα μέσα στην τάξη; Θα κάθονται με τα μπουφάν τους; Και τι θα γίνει όταν θα ανοίγουν πόρτες και θα δημιουργούνται ρεύματα; Μπορούν, ειδικά τα μικρά παιδιά, όταν είναι στάσιμα τόσες ώρες να διαχειριστούν τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες; Στους βρεφονηπιακούς σταθμούς που κάθονται τα παιδάκια στο πάτωμα; Πώς μπορεί να λειτουργήσει όλο αυτό; Σίγουρα, δεν είναι δυνατόν να έχουμε κλειστά παράθυρα, αλλά και εντελώς ανοιχτά;»
Ξεκαθαρίζει, ωστόσο, ότι «τα παράθυρα σίγουρα δεν μπορεί να είναι κλειστά, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα αυξήσει μεν τα περιστατικά του κορωνοϊού, αλλά όλων των άλλων ιώσεων οι οποίες κάθε χειμώνα είναι υπαρκτές, ενώ μπορεί να βάλει σε κίνδυνο την εμφάνιση γρίπης, η οποία μεταδίδεται στα παιδιά πολύ γρήγορα και τα παιδιά τη μεταδίδουν εξίσου γρήγορα στους μεγάλους.
Ένα σύστημα υγείας, λοιπόν, που είναι ήδη επιβαρυμένο, θα μπορέσει να εξυπηρετήσει και περιστατικά γρίπης; Μόνο η διαφοροδιάγνωση ενός παιδιού που έχει συμπτώματα γρίπης, το οποίο θα προστρέξει σε μία τριτοβάθμια δομή για έλεγχο για κορωνοϊό ή γρίπη, θα δημιουργήσει μία επιβάρυνση που δεν την έχει αυτή τη στιγμή το σύστημα. Μπορεί, λοιπόν, τα παιδιά να έχουν μικρή συμμετοχή στην διασπορά του κορωνοϊού, όμως υπάρχουν οι άλλες ιώσεις που αναμένεται από εδώ και πέρα να κάνουν την κορύφωσή τους και οι οποίες -αν και σε μικρότερο βαθμό λόγων των μέτρων- θα επιβαρύνουν το σύστημα ακόμα περισσότερο. Δηλαδή, ένας παππούς που θα νοσήσει από το εγγόνι του από γρίπη, θα βρει κλίνη στο νοσοκομείο;»
Προσοχή στις μετακινήσεις από και προς το σχολείο
Ένα ακόμα σημείο στο οποίο δίνει έμφαση η παιδίατρος έχει να κάνει με τις μετακινήσεις γονιών και μαθητών από και προς το σχολείο και στον συγχρωτισμό που αυτές μπορεί να προκαλούν. Όπως η ίδια λέει: «Είναι στη φύση της ελληνικής κοινωνίας η στάση στον μανάβη, στον μπακάλη, για να πούμε μια κουβέντα, συχνά μη τηρώντας τα απαραίτητα μέτρα αποστάσεων, όμως αυτό είναι κάτι που μπορεί να ωφελήσει την διασπορά.»
Η ίδια αναφέρεται σε κράτη όπως η Αυστραλία, τα οποία τα έχουν πάει εξαιρετικά καλά με την διαχείριση της πανδημίας και που «λένε πως από το κλείσιμο των σχολείων και μετά είδαν μεγάλη διαφορά, υπήρξε ύφεση δηλαδή στα κρούσματα».
Να κάνει τεστ κορωνοϊού το παιδί που επιστρέφει από το σχολείο με συμπτώματα;
«Όχι. Θα χρειαστεί να επικοινωνεί κάθε φορά ο γονιός με τον παιδίατρο και να καθοδηγείται. Εξάλλου, η διάγνωση στα αρχικά στάδια είναι δύσκολη, ειδικά στα παιδιά που έχουν ήπια συμπτώματα για την Covid-19. Θα πρέπει, όμως, από την πρώτη στιγμή η οικογένεια να τηρεί τα μέτρα ΣΑΝ να έχει Covid-19, χωρίς να γίνονται άσκοπες μετακινήσεις», απαντά η παιδίατρος.
Θα κάνουν σύντομα τα παιδιά εμβόλιο κατά του Covid-19;
«Έχουμε κάποιες μελέτες που έχουν ξεκινήσει, όμως δεν έχουμε ακόμα αποτελέσματα. Θεωρητικά ίσως να μην έχουμε μεγάλες διαφορές από τους ενήλικες, όμως το ερώτημα είναι τι γίνεται με τις ευπαθείς ομάδες –ούτε στους ενήλικες έχουμε σαφή αποτελέσματα για τις ευπαθείς ομάδες» καταλήγει η κ. Παρδάλη.