Έραψε στη φόδρα του παλτού της σημείωμα πως αν δεν περνάει καλά και την κακομεταχειρίζονται θα φύγει
Η Σπυριδούλα άλλη μια ψυχοκόρη της δεκαετίας του΄ 50 κατάγεται από τη Βοιωτία. Οι γονείς της και τα άλλα τρία αδέλφια της δούλευαν στα χωράφια στα καπνά με λιγοστό αγροτικό κλήρο και όλη η οικογένεια στον αγώνα της επιβίωσης, σε μια μεταπολεμική, μετεμφυλιακή, Ελλάδα, που προσπαθούσε να σταθεί στα πήλινα πόδια της.
Μέσα σ αυτή την Ελλάδα, η Σπυριδούλα που σήμερα είναι μια ώριμη τρομερά εύχαρις γυναίκα, κοκέτα που δεν επέτρεψε στο άσχημο ξεκίνημα τη ζωής της, να την πάρει από κάτω, “σβέρκωσε” στην κυριολεξία τη μοίρα της και την οδήγησε εκεί που εκείνη ήθελε. Τι κι αν κακοπάθησε στα 13,5 χρόνια της, στην πρώτη της κυρία , τι κι αν παρενοχλήθηκε σεξουαλικά στο δεύτερο σπίτι που πήγε, εκείνη χαλύβδωσε, πείσμωσε, παντρεύτηκε αυτόν που ήθελε, έκανε δύο υπέροχα παιδιά μια κόρη και ένα γιο και καμαρώνει τη φοιτήτρια σήμερα εγγονή της, που έχει το όνομά της. Τα παιδιά της μόλις πριν λίγα χρόνια έμαθαν όλη της την ιστορία , ίσως ήταν η στιγμή που μπορούσε και η ίδια να την ξεστομίσει και να λυτρωθεί σε μια κάθαρση αρχαίας τραγωδίας. Ο γιος της, μόλις πριν τρία χρόνια έμαθε όλη την ιστορία της. Και τώρα είναι έτοιμη να τη μοιραστεί μαζί σας. Κυρίες και κύριοι αυτή είναι η ζωή της Σπυριδούλας, που κανένα άλλο παιδί να μην τη ζήσει.
“Κατάγομαι από ένα χωριό της Βοιωτίας. Από έξι χρονών δούλευα στα καπνά, η οικογένεια πολύ φτωχή, όλοι στο μεροκάματο μπαμπάς, μαμά και τέσσερα αδέλφια. Τρία κορίτσια κι ένα αγόρι.
Μας ανέβαζε η μάνα μας στα γαϊδούρια και πηγαίναμε να μαζεύουμε καπνά. Μαύρα τα χέρια μας. Τότε οι γονείς, έκαναν πολλά παιδιά, όχι τόσο γιατί ήθελαν μια μεγάλη οικογένεια, αλλά για να έχουν εργατικά χέρια. Ήμουν καλή μαθήτρια, έβγαλα το δημοτικό εκεί. Τουλάχιστον μας επέτρεψαν να πηγαίνουμε σχολείο. Τα καλοκαίρια ήταν αφιερωμένα στα καπνά. Μια χρονιά έτυχε να έρθω στην Αθήνα. Η νονά μου έμενε στην Αθήνα. Εντυπωσιάστηκα μόλις είδα τα φώτα της πόλης, μαγεύτηκα. Ήμουν μόλις 8 χρονών και στην επαρχία, ούτε τηλεόραση, ούτε τηλέφωνο καλά καλά. Ξεμυαλίστηκα είδα μεγαλεία. Τότε είδα πρώτη φορά αεροπλάνο στον ουρανό, και φυσικά διαφορετικό φαϊ.
Κάποτε ήρθε μια ξαδέρφη του πατέρα μου γιατρός, να μας δει στο χωριό, και τότε μας λέει ότι μια φίλη της γιατρός, θέλει μια κοπέλα να προσέχει τα παιδιά της, που ήταν μικρά. Η κυρία ήθελε κοπέλα από χωριό όχι από την Αθήνα. Η ξαδέρφη τής είπε για την οικογένειά μας και πως με δυσκολία μας ζούσαν οι γονείς μας”.
Η μάνα μου είπε ότι εγώ ετοιμάζομαι για το γυμνάσιο, όμως δίναμε εξετάσεις και αναρωτήθηκα κι αν δεν περάσω;
Πώς το αποφάσισες τότε να έρθεις στην Αθήνα αφού δεν είχες καν τελειώσει το σχολείο;
Αθώο εγώ, είπα όχι θέλω να πάω. Είμαι δίδυμη με την αδελφή μου. Αυτή δεν ήθελε να πάει με τίποτα, ήθελε να μείνει στο χωριό. Η μεγάλη μου αδελφή με 7 χρόνια διαφορά εκείνη την εποχή ήρθε κι αυτή στην Αθήνα, μαζί με τον αδελφό μου. Να φύγει από την αγροτική ζωή. Σιγά σιγά σταμάτησαν και οι γονείς μου τα καπνά γιατί το ποσό που έπαιρναν ήταν ευτελές.
Έρχομαι που λέτε στην Αθήνα σε σπίτι γιατρού, όπου η κυρία είχε δύο αγόρια το ένα προνήπιο και το άλλο πρώτη δημοτικού. Την επομένη κι όλας του ερχομού μου άρχισε να μου δίνει να κάνω δουλειές. Εγώ είπα πως δεν ξέρω από δουλειές ,και πως ήρθα να κοιτάζω τα παιδιά, που κι εγώ παιδί ήμουν, αλλά τέλος πάντων.
“Όχι βέβαια μου είπε η κυρία, έτσι νομίζεις; τι να κοιτάς μόνο τα παιδιά”; Και να σκεφτείτε αυτή ήταν 30 και κάτι, μητέρα και γυναίκα. Ο άντρας της είχε ξεπεράσει τα 40. Αυτός ήταν σαν να μην υπήρχε. Ερχόταν το βράδυ και το πρωί έφευγε, όλη του η ζωή το ιατρείο. Η κυρία μόνο οικιακά. Η αμοιβή μου τότε ήταν ένα χιλιάρικο το χρόνο. Για το σίδερο έπαιρνε άλλη εξωτερική γυναίκα. Εμένα όμως με πήρε για να καταργήσει όλες τις άλλες. Έτσι εγώ κοίταζα τα παιδιά και το σπίτι και τις δουλειές και όλα στην εντέλεια. Σφουγγάριζα, ξεσκόνιζα, έπλενα τα πιάτα, τα μεγάλα και βαριά ταψιά, τις κατσαρόλες αλλά έπλενα στο χέρι τα πουκάμισα του συζύγου της, με βουρτσάκι τους γιακάδες να αστράφτουν.
Τότε σφουγγαρίζαμε με πετσέτα στα γόνατα, δεν υπήρχαν σφουγγαρίστρες και τα πατώματα με κερί γιατί δεν υπήρχαν διαρκείας βερνίκια. Το σπίτι ήταν γύρω στα 100 τετραγωνικά ρετιρέ στον 4ο όροφο απέναντι από τις φυλακές Αβέρωφ που τώρα είναι τα δικαστήρια. Οι βεράντες γύρω γύρω. Το δωμάτιό μου ήταν το σιδερωτήριο που έρχονταν να σιδερώσουν οι εξωτερικές γυναίκες. Σ, αυτόν τον Γολγοθά κάθισα ένα χρόνο.
Όμως μη νομίζετε ότι κοιμόμουν το βράδυ. Έρχονται φίλοι του ζεύγους και έπαιζαν χαρτί κι εγώ με την ποδιά έπρεπε να περιμένω να τελειώσουν για να σκουπίσω, να πλύνω τα πιάτα, να συγυρίσω και μετά να πάω για ύπνο. Όσο σφουγγάριζα έκλαιγα. Κάποτε με έπαιρνε ο ύπνος σε μια καρέκλα και παρακαλούσα να πάω να κοιμηθώ γιατί δεν άντεχα.
Η απάντησή της ποια ήταν ;
“Τι νομίζεις για τα παιδιά σε πήρα; Γι’ αυτά σε πήρα τα βαριά. “
Γράψατε ποτέ γράμμα στη μητέρα σας να της πείτε τι σας συμβαίνει;
Βεβαίως της είπα να μου το ταχυδρομήσει γιατί δεν είχα ούτε για γραμματόσημο μου το άνοιξε το διάβασε και μου το έσκισε. Έγραφα στη μάνα μου να έρθει να με πάρει. Και μετά το σκίσιμο με έβαλε να γράψω αυτά που ήθελε εκείνη και μου είπε. “κανόνισε την πορεία σου τι θα κάνεις από δω και πέρα”.
Δεν είχαμε τηλέφωνο στο σπίτι μου. Η οικογένεια που ήμουν είχε τηλέφωνο αλλά δεν μπορούσα να πάρω από εκεί.
Ούτε εσώρουχα δεν μου αγόραζε. Ότι της έδινε ο ένας και ο άλλος από ρούχα μού τα φόραγε. Για παπούτσια είχα ένα ζευγάρι κίτρινα πάνινα που στο τέλος σκίστηκαν βγήκαν τα δάχτυλα έξω και δεν μου αγόραζε άλλο. Με αυτά τα παπούτσια με έστελνε μια φορά την εβδομάδα με τα πόδια στους Αμπελοκήπους στη μητέρα της για να κάνω κι εκεί δουλειές.
Αν ο γιος της έκανε μια ζημιά έσπαγε ένα πιάτο, άρχιζε στα χαστούκια εμένα.
Κάποια φορά έκανα δουλειές, μου φώναζε ο γιος της κι εγώ εκνευρισμένη παίρνω ένα πιάτο και του το σπάω στο κεφάλι. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα το παιδί. Τι μου έφταιγε; αλλά εκεί μπορούσα να ξεσπάσω. Το γύρισα όμως και του είπα “πόσο δυνατός είσαι έσπασες το πιάτο;” κι αυτό καλό παιδάκι, δεν το είπε στη μητέρα του κι έτσι το γλίτωσα. Τα παιδιά με αγαπούσαν και με ήθελαν. Η μάνα τους δεν ήταν στοργική να τα αγκαλιάσει, να τα χαδέψει . Ποτέ δεν την είδα να τα παίρνει αγκαλιά.
Εμένα ειδικά μόνο χαστούκια και κλωτσιές μου έδινε.
Μια άλλη φορά με είχε εκνευρίσει ο μικρός γιος, κράταγα ένα μπουκάλι βενζίνη του το κοπανάω στο κεφάλι ευτυχώς δεν έπεσε στα μάτια. Τότε αναρωτήθηκα “Παναγία μου τι πήγα να κάνω;”
Πάντα έτρωγα μόνη μου στην κουζίνα και ποτέ το φρέσκο φαϊ που είχα μαγειρέψει για την οικογένεια. Ένα χρόνο δεν είχα φάει μπριζόλα. Εγώ έτρωγα ότι είχε μείνει από το χθεσινό φαγητό λίγη σαλάτα, ή μακαρόνια ή πατάτες και το ψωμί μετρημένο. Μια φορά έκοψα κρυφά λίγο ψωμί και το βούταγα στο ζουμί που είχε μείνει από την μπριζόλα. Καταλάβαινε ότι έκοβα επιπλέον ψωμί. Τότε με περίμενε ξύλο.
Να μαγειρεύετε σας μάθαινε;
Ά άλλο κι αυτό. Μια μέρα μου λέει “θα φτιάξεις σπανακόρυζο” Εγώ είπα δεν ξέρω. Θα το κάνεις μου λέει. Εμείς δε στο χωριό είχαμε πετρογκάζ και την ηλεκτρική κουζίνα δεν την ήξερα. Εγώ απλά βοήθαγα τη μητέρα μου όταν μαγείρευε. Ρώτησα τότε “κι αν δεν το κάνω καλό” ; Πρόσεξε μου λέει αν σου κολλήσει θα το τρως μια βδομάδα. Ε τι να σας πω κόλλησε. Μια βδομάδα το έτρωγα. Για πολλά χρόνια δεν ήθελα ούτε να το μυρίσω. Κάθε φορά που το έβλεπα θυμόμουν εκείνη την πρώτη μυρωδιά. Μετά που παντρεύτηκα το έμαθα να το τρώω. Ακόμα και τώρα τη θυμάμαι.
Επαφές δεν είχα με κανένα άτομο εκτός σπιτιού. Κλειδωμένη μέσα, έξω μόνο στο φούρνο για ψωμί. Τότε έβρισκα την ευκαιρία και κράταγα από τα ρέστα μια δεκάρα για να τις μαζέψω να αγοράσω ένα εσώρουχο. Πήγα κάποτε στον ψιλικατζή κάτω από το σπίτι και του είπα να μου δώσει ένα εσώρουχο, με κοίταξε κατάλαβε τι είχε γίνει και μου χάρισε ένα. Αυτά κρυφά τα έπλενα κρυφά τα μάζευα να μη με δει η κυρία.
Όταν μου ήρθε πρώτη φορά περίοδος της το είπα και μου έδωσε να βάλω βαμβάκι με χαρτί υγείας. Δεν μου αγόραζε πανάκια.
Στο χωριό σας είχατε πάει όλο αυτό το διάστημα;
Πήγαμε μια φορά για μία μέρα αυτή με τα παιδιά της δεν με άφηνε να μιλήσω στους γονείς μου με είχε προειδοποιήσει ¨Πρόσεξε μην πεις ότι δεν περνάς καλά και θα πεις ότι προσέχεις μόνο τα παιδιά”. Μετά σκεφτόμουν γιατί η μητέρα μου με έστειλε εκεί; άρα δεν με ήθελε, δεν με αγαπάει. Άρχισα να αμφισβητώ τη σχέση μου με τους δικούς μου. Αλλά και στο χωριό δεν μπορούσε να κάτσω δεν με χώραγε ο τόπος. Αυτή με το χαμόγελο πάντα στα χείλη. Σε κανέναν, ούτε στον αδελφό μου δεν μπορούσα να πω τίποτα. Η βόλτα μου ήταν όταν πηγαίναμε στις κούνιες στο Ζάππειο και για κακή μου τύχη μια φορά χτύπησε η κούνια το ένα παιδί. Τότε έφαγα της χρονιάς μου και κλωτσιές. Ούτε ο άντρας της δεν της έλεγε τίποτα. Κάθε φορά που χτύπαγαν τα παιδιά έφταιγα εγώ.
Να προχωρήσουμε στο χρόνο. Μετά τι έγινε πότε φύγατε από εκεί;
Το μόνο καλό ήταν ότι το χιλιάρικο μου το έβαζε στην τράπεζα και ήταν όλο δικό μου. Μια μέρα έρχεται η μαμά μου στο σπίτι να με δει γιατί είχαν εγκατασταθεί πια στην Αθήνα. Ο πατέρας μου δούλευε εργάτης στου Σκαραμαγκά και η μαμά οικιακά. Η μητέρα μου με πήρε για Σαββατοκύριακο στο σπίτι. Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι της κυρίας βλέπει έναν πάγκο δίπλα στο νεροχύτη γεμάτο πιάτα ταψιά και κατσαρόλες να με περιμένουν. Με ρώτησε δεν πιστεύω να τα φτιάξεις εσύ όλα. Εγώ τη δικαιολόγησα ότι είχαν τραπέζι και κόσμο. Η κυρία δεν ήταν στο σπίτι εκείνη την ώρα. Ο γιος στη βεράντα και με το ποδήλατο ρίχνει μια γλάστρα. Γίνεται φασαρία ακούει η κυρία που ήταν από κάτω σε μια φίλη της έρχεται επάνω γρήγορα, με ρωτάει τι έγινε απαντάω και πέφτει το χαστούκι. Η μητέρα μου ήταν στην κουζίνα , το ακούει εκείνη, και γίνεται έξω φρενών. “της κόρης μου φέρεσαι έτσι που την έχω μεγαλώσει με ψωμί κι αλάτι”; αυτή ήταν η φράση της μάνας μου και αυτό ήταν το τέλος εκεί. Τότε άνοιξα το στόμα μου και είπα ναι μανούλα έτσι μου φέρεται πάρε με σε παρακαλώ. Μάζεψα τα ρούχα μου και την επομένη γυρίσαμε και πήρα τα χρήματά μου. Είχα πάρει πια τα πάνω μου. Είχα πάρει θάρρος.
Και μετά πού πήγατε;
Το σπίτι των δικών μου δεν με χώραγε, άσε που αναρωτιόμουν γιατί με άφησε εκεί, γιατί δεν με πήρε. Στους γονείς μου μίλαγα στον πληθυντικό. Τους ξεσυνήθισα για ένα χρόνο που είχα φύγει μακριά τους.
Πώς είχατε σκεφτεί το μέλλον σας;
Φανταζόμουν όμορφο μέλλον, ότι έχω φτιάξει τον εαυτό μου είμαι έξυπνη, μπορώ να προσέχω τον εαυτό μου, θα προχωρήσω στη ζωή μου με τη δουλειά μου και την αξία μου. Δεν φοβόμουν τη δουλειά. Όπου και να πήγαινα με ήθελαν. Δεν ντρεπόμουν να καθαρίζω, να πλένω. Όλα τα έφτιαξα μόνη μου χωρίς τη βοήθεια των γονιών μου. Έτσι ήρθαν και με ζήτησαν από άλλα σπίτια. Έφυγα την ίδια μέρα.
Σε άλλο σπίτι μπήκατε;
Βέβαια πάλι εσώκλειστη, πάλι να μεγαλώνω παιδιά. Εκεί έμεινα πολύ ευχαριστημένη. Σε μια υπέροχη κυρία που μου έλεγε να τη λέω θεία. Άριστη οικογένεια. Την αγαπούσα μέχρι που πέθανε. Πήγα στην κηδεία της. Το ζευγάρι αυτό ήταν γραμματέας και διευθυντής του Λάτση. Με τα παιδιά τους ζήτημα να είχα 4 ή 5 χρόνια διαφορά. Μέναμε στο Παγκράτι. Ήρθε η θεία και με πήρε και μου είπε δεν θα πάρεις ούτε ένα ρούχο και με πήγε στο ΜΙΝΙΟΝ τότε και με έντυσε από πάνω μέχρι κάτω. Μου έλεγε έξω δεν θα βγεις με παντόφλες και ατημέλητη. Πάντα περιποιημένη με είχε, κοκέτα. Εκεί αισθάνθηκα γυναίκα. Μου έλεγε είσαι η αγάπη μου, είσαι η ομορφότερη του κόσμου. Ανέβηκα κι εγώ ψυχολογικά. Ήθελε να με γράψει στο σχολείο, να με πάει αγγλικά αλλά εγώ δεν ήθελα γιατί ντρεπόμουν που είχαν περάσει τα χρόνια και ήμουν κάπως μεγάλη. Αλλά….
Αλλά; υπήρχε και αλλά;
Πάντα υπάρχει ένα κακό. Ο σύζυγος με έπιανε και με χάιδευε. Τον απώθησα αλλά όταν είδα ότι δεν πήγαινε άλλο έφυγα. Έμεινα εκεί μέχρι τα 19 μου. Δεν γινόταν, με παρενοχλούσε με το παραμικρό. Δεν ήταν όμως μόνο αυτός, το ίδιο ήταν και ο πατέρας του τότε γύρω στα 70 χρόνια. Σ’ εκείνο το σπίτι έκανα δουλειές αλλά τις έκανα με κέφι όχι γιατί μου το έλεγαν. Ήθελαν να μου πάρουν σπίτι δεν ήθελα. Μόνο την αμοιβή μου ήθελα και αυτή έπαιρνα. Τότε η θεία ήταν στα 45 περίπου αλλά ήταν μάνα και με αισθήματα με είχε σαν παιδί της. ¨Ετρωγα μαζί τους στο τραπέζι από το οικογενειακό φαγητό.
Μια μέρα μου είχε πάρει ένα παλτό. Μετά το παλτό το μεταποιήσαμε και καθώς το ξήλωνε βρήκε ραμμένο στη φόδρα ένα σημείωμα που είχα γράψει και που έλεγε” Εγώ νομίζω ότι η μαμά μου δεν με αγαπάει. Τώρα έχω έρθει να ζήσω με αυτή την κυρία αλλά αν όμως είναι πολύ σκληρός άνθρωπος και δεν τα περάσω καλά, θα φύγω“. Έβαλε τα κλάματα και μου είπε βρε κακόμοιρο παιδάκι τι έχεις περάσει. Το έσκισε για να μην υπάρχει τίποτα άσχημο στη ζωή μας. Από τότε μου είχε μεγαλύτερη αδυναμία.
Μετά έφυγα μόνο και μόνο επειδή με ενοχλούσε ο θείος και δεν μπορούσα να μείνω.
Η πορεία της ζωής σας πώς ήταν στη συνέχεια;
Στη συνέχεια έμενα στο σπίτι μου και δούλευα σε σπίτια εξωτερική. Όμως δεν ξεχνάω ότι η θεία μου είχε πει πως αν ποτέ ο θείος με κοιτάξει πονηρά να της το πω και θα πάρουμε τα παιδιά και θα φύγουμε. Δεν είπα τίποτα μη χαλάσει το σπίτι της. Πάντα με έτρωγε να πάω να της πω γιατί έφυγα. Μου έμεινε καημός που δεν το είπα.
Σπούδασες κάτι στη συνέχεια;
Έμαθα την τέχνη της κομμώτριας αλλά δεν άσκησα ποτέ το επάγγελμα. Ποτέ δεν σταμάτησα να δουλεύω. Ακόμα και τώρα που είμαι στη σύνταξη.
Τον άντρα σου πού τον βρήκες;
Α άλλη ιστορία. Ο άντρας μου ήταν φίλος του αδελφού μου. Ήταν μακρινοσυγγενείς. Ήταν και λίγο προξενιό. Βγήκαμε έξω, μου άρεσε γιατί δεν με στρίμωξε. Είχα φοβηθεί τα αγγίγματα. Ήταν κύριος. Την επομένη της γνωριμίας μας ήρθε κατευθείαν στον αδελφό μου και του είπε ότι θα κάνουμε δεσμό. Ήμουν 19 στα 20, αλλά και πολύ προσεκτική, μετρούσα τα πάντα. Ο άντρας μου ήταν μεταξοτύπης. Τα βρήκαμε αμέσως. Στο χρόνο είχαμε αρραβωνιαστεί και παντρευτεί. Το άσχημο ότι αρχικά μείναμε με τα πεθερικά μου στο Φάληρο για 8 μήνες. Είχα ήδη την κόρη μου. Και του είπα αν δεν έρθεις μαζί μου να φύγουμε να ζήσουμε μόνοι θα φύγω μόνη και με ακολούθησε. Μείναμε στο Αιγάλεω κοντά στη μητέρα μου. Σε λίγα χρόνια έκανα και ένα γιο. Από αγροίκο τον έκανα τον άντρα μου ήρεμο.
Επειδή πάντα υπάρχει ένα σούμα σουμάρουμ άξιζε ο αγώνας που έκανες;
Όχι δεν νομίζω. Είχα αγχωθεί πάρα πολύ. Ακόμα και τώρα όταν ξαπλώνω και κλείνω τα μάτια για τα παλιά τα χρόνια νοιώθω στο στόμα μια πίκρα. Όμως αισθάνομαι ικανοποίηση που έφερα τη ζωή τούμπα που έκανα οικογένεια και σωστά παιδιά που τα μεγάλωσα με αγάπη και τα έκανα χρήσιμους πολίτες με κανένα ψυχικό τραύμα ούτε καν στον εαυτό μου. Δεν έχω κρατήσει κακία σε κανέναν.
Να σας πω και το τραγικό, τυχαία έμαθα ότι ο μεγάλος γιος της πρώτης εκείνης οικογένειας αυτοκτόνησε και πήγα στην κηδεία. Με τα παιδιά της δεύτερης οικογένειας έχω ακόμα φιλία και αγάπη.
Τελικά όλα εδώ πληρώνονται;
ΌΟΟΟλλλααααα, πίστεψέ με. Γι’ αυτό έχω ανοιχτή καρδιά και θα την έχω πάντα. Είμαι γεμάτη . Ο,τι πέρασα τα έχω αφήσει πίσω και λέω όλα για κάποιο λόγο γίνονται, για να γίνω σωστή.
Κυρία Σπυριδούλα αυτή ήταν η ζωή σας με σκαμπανεβάσματα και χαρές και λύπες. Καλό σας βράδυ και τίποτα να μην σκιάσει τον υπέροχο ύπνο της δικαιοσύνης σας.