Αναλύει ο καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης
«Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα – θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», channel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές; Μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές», διερωτάται σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης.
Και συνεχίζει με ένα μάθημα γλωσσολογίας:
Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα. Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική.
Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει. Το αρχ. ελληνικό βούτυρον / βούτυρος (βοῦς + τυρός), μέσω τού λατ. butyrum, έδωσε το παλαιό αγγλ. butere, από όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά.).
Το αρχ. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω τού λατ. papyrum, από όπου το μεσαιωνικό γαλλ. papier και το μεσαιωνικό αγγλ. papir.
Πιo σύνθετη είναι η προέλευση τής λέξης που δήλωσε στην Αγγλική την «εκκλησία»: church. Ξεκίνησε από το ελληνιστικό κυριακὸν (δῶμα) «οίκος τού Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω τού παλαιού γερμ. kirihha (από όπου το γερμ. Kirche «εκκλησία») και των παλ. αγγλ. cirice και μέσ. αγγλ. chirche, έδωσε το αγγλ. church.
Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία τού δήμου «η συγκέντρωση τού λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρέψουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).
Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη sketch «σκαρίφημα – θεατρικό σκετς». Ποιος το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελληνική λ. σχέδιο; Η αρχαία λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιος, που σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν και αυτή από το ἔχω), μέσω τού λατ. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, που πέρασε στα Ολλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. sketch. Το περίεργο για τη ζωή των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!) μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ως σκίτσο και από την Αγγλική ως σκετς.
Ανάλογη είναι η περίπτωση τού αγγλ. scene «σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω τού λατ. scaena / scena. Από το υποκοριστικό τού λατ. scena, το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario που πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scénario κ.ά.) και επανήλθε στα Ελληνικά ως σενάριο (αντιδάνειο). Από το θέμα σχ- (τού ἔχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν), που είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα, η οποία έδωσε, μέσω τού λατ. schema, το αγγλ. scheme.
Μια λέξη που θα ξάφνιαζε ίσως, όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική, είναι η αγγλική λ. pain «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή, που σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (για έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω τού λατ. poena, που έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τα βασανιστήρια των μαρτύρων τής πίστεως»), προήλθε το αγγλ. pain με τη σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο τής τιμωρίας γενικότερα.
Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. calm «κάλμα, νηνεμία». Και αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καῦμα, που δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στη σημασία τής ηρεμίας τής θάλασσας, τής απουσίας δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma, που ανάγεται σε όψιμο λατ. cauma από το καύμα. Ότι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω τής Ιταλικής ως κάλμα, δηλαδή ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο.
Το αρχ. πειρῶμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στη μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής, που προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν που αποτολμά παρακινδυνευμένα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω τού λατ. pirata η λ. έδωσε το αγγλ. pirate.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα μια σειρά αγγλικών λέξεων προέρχονται από την Ελληνική, χωρίς αυτό να είναι αμέσως αισθητό στον μη ειδικό. Τέτοιες είναι οι αγγλικές λέξεις priest, clergy (και clerc), bishop, monk κ.ά. Συγκεκριμένα το ελλην. πρεσβύτερος (αρχική σημ. «γεροντότερος») έδωσε το όψιμο λατ. presbyter. Από αυτό, με ορισμένες μεταβολές, προήλθε το παλαιό αγγλ. preost και κατόπιν το μέσο αγγλ. preist, που έδωσε το νεότ. αγγλ. priest. Το ελλην. κληρικός (από τη λ. κλῆρος) «αυτός που τού πέφτει ο κλήρος, που τού ανατίθεται έργο» έδωσε το όψιμο λατ. clericus, από όπου τα παλ. αγγλ. cleric και clerc.
Από αυτά προήλθε το αγγλ. clerk «λόγιος ⟶ υπάλληλος εξουσιοδοτημένος με συγκεκριμένο έργο ⟶ απλός υπάλληλος». Το παλ. αγγλ. clerc έδωσε και τον εκκλησιαστικό όρο clergy «κληρικός, ιερωμένος».
Το ελλην. επίσκοπος είναι η λέξη από την οποία προήλθε το αγγλ. bishop «επίσκοπος», μέσω τού όψιμου λατ. episcopus, από όπου τα παλ. αγγλ. bisceop και μέσο αγγλ. bishop, που προηγήθηκαν τού νεότερου αγγλικού bishop.
Ως προς το αγγλ. monk «μοναχός», αυτό προήλθε από το μεταγενέστερο ελλην. μοναχός μέσω τού όψιμου λατ. monachus, από όπου το παλ. αγγλ. munuc και μετέπειτα το νεοτ. αγγλ. monk.
Το αγγλ. chart «χάρτης» αλλά και το card «κάρτα» προήλθαν από το ελλην. χάρτης.
Το bomb «βόμβα» από το αρχ. ελλην. βόμβος.
Το «πολύ αμερικάνικο» buffalo από το ελλην. βούβαλος. Το ελλην. δίπλωμα (από διπλῶ, -ώνω < διπλοῦς) με τη σημασία «επίσημο έγγραφο» έδωσε το diploma και από αυτό το diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.
Όπως έγινε, ελπίζω, φανερό, ένα πλήθος ξένων λέξεων, εν προκειμένω αγγλικών, έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα, απευθείας ή, πιο συχνά, μέσω τής λατινικής γλώσσας. Όσα γράφονται εδώ δεν δίδονται για να αποτελέσουν αφορμή κομπασμού, αλλά ως νύξεις για γλωσσική αυτογνωσία και περίσκεψη, για το πόσα έχει κανείς να κερδίσει από την ετυμολογική περιδιάβαση στους δρόμους τής γλώσσας μας.