“Τα χωριά μας και τα μάτια μας”. Γράφει ο συγγραφέας και ηθοποιός Κώστας Κρομμύδας

Οι αποσκευές μας μπήκαν στην θέση τους, το ίδιο κι εμείς και το ταξίδι ξεκίνησε. Παρόλο που ήταν αρκετά νωρίς ακόμα, ένιωθες την ζέστη που θα έσφυζε την ατμόσφαιρα πολύ σύντομα. Αυτή την εφιαλτική ζέστη που φυλακίζει την ανάσα σου, κάνοντάς την να μοιάζει με δραπέτη, που ψάχνει τον τρόπο να ελευθερωθεί. Σχεδόν ένιωθα τα ρούχα να κολλούν επάνω στο ιδρωμένο δέρμα μου, ενώ δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ τις διπλωμένες ζακέτες στην βαλίτσα, που περίμεναν να μας τυλίξουν στην ζεστασιά τους την ώρα που η βραδινή δροσιά του χωριού θα έκανε την εμφάνισή της.

Αλλάζοντας τους νομούς ένιωθα την διαφορά του κλίματος και αγωνιούσα για την στιγμή που θα διασχίσουμε τους δρόμους που χάνονται μέσα στα δέντρα. Αυτούς που καταπίνουν κάθε αρνητική σου σκέψη, κάθε δυσφορία και γεμίζουν τα πνευμόνια σου με οξυγόνο και την σκέψη σου με ηρεμία. Έβλεπα στο διάβα μας δέντρα θεόρατα που τα θυμάμαι μικρά να μεγαλώνουν κάθε χρόνο μαζί με εμάς…

Νιώθεις μια μαγεία να σε τυλίγει όταν η ανάσα των δέντρων χαϊδεύει το κορμί σου. Αισθάνεσαι πως σου ψιθυρίζουν μυστικά ανείπωτα κι εσύ ανατριχιάζεις στο άκουσμά τους.

Πλησιάζοντας στον αγαπημένο τόπο

Το αίσθημα της προσμονής μεγάλωνε καθώς γνώριζα πως στις αμέσως επόμενες στροφές θα παρουσιαζόταν μπροστά μας η πινακίδα που μας καλωσόριζε στον αγαπημένο ετούτο τόπο. Ένα χαμόγελο κρεμάστηκε από την άκρη των χειλιών μου και ένα μεγαλύτερο σφηνώθηκε στην καρδιά μου. Τα πρώτα σπίτια του χωριού ξεπρόβαλλαν αγέρωχα, όμοια με φύλακες, ακίνητους από την θέση τους. Παρακολουθώντας τα πάντα από το παρατηρητήριό τους μας έδειχναν τον δρόμο για την πλατεία.

Ήταν η ώρα που οι ντόπιοι, αλλά και οι άλλοι επισκέπτες έπιναν το καφεδάκι τους κουβεντιάζοντας κάτω από την σκιά των δέντρων. Μόλις μας είδαν πετάχτηκαν από τις καρέκλες τους και πλησίασαν το αυτοκίνητο. Βγήκαμε έξω για να βρεθούμε ανάμεσα σε γέλια, φωνές χωρίς αυτή τη φορά να σφίξουμε τα χέρια. Ο φόβος της πανδημίας δεν μας άφησε να αγκαλιαστούμε, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει σκόντο στα χαμόγελα και τα πειράγματα…

Αφήσαμε τα πράγματά μας και ξεχυθήκαμε για ένα περίπατο στην φύση. Τα βήματά μας τάχυναν για να μας οδηγήσουν σε μια από τις πολλές πηγές στο δρόμο για το βουνό. Το κελαρυστό τραγούδι του νερού ξεχυνόταν από τα βάθη της καλώντας μας κοντά της. Σκύψαμε να ξεδιψάσουμε τα χείλη μας και η δροσιά του απλώθηκε σε κάθε κύτταρό μας. Σκέφτηκα πως κανένα ψυγείο δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει την ιδανική θερμοκρασία που είχε το γάργαρο αυτό νερό.

Καθίσαμε στο πεζούλι και μείναμε αμίλητοι. Εδώ η μόνη μάσκα προστασίας είναι ο καθαρός αέρας που αμόλυντος εισβάλει μέσα μας και μας δίνει ζωή… Μόνο ο θόρυβος του νερού και το κελάηδισμα των πουλιών ακουγόταν γύρω μας.

Γαλήνη μέσα μας και παντού τριγύρω

Το σώμα ευθύς ξεκουράστηκε. Η ψυχή διψούσε για τούτη την γαλήνη.

Το σούρουπο δεν άργησε να έρθει. Το μωβ του δειλινού έσβησε το φως του ήλιου και άναψε εκείνο των χιλιάδων αστεριών. Καθισμένοι στο σκοτάδι με μόνο φαναράκι μας το φως του φεγγαριού, χωμένοι στις ζεστές ζακέτες μας απολαμβάναμε μια διαφορετική καλοκαιρινή βραδιά.

Από την πλευρά της πλατείας φωνές παιδιών που έπαιζαν και γελούσαν ξέγνοιαστα τάραζαν ευχάριστα την ησυχία και την γαλήνη. Μου θύμιζαν παλιές, παιδικές, καλοκαιρινές νύχτες του χωριού. Νύχτες βουτηγμένες στην περιπέτεια, στην χαρά και την αθωότητα. Αναμνήσεις που κάνουν τον τόπο σου να ριζώνει βαθιά μέσα σου και να τον αποζητάς.

Εκεί ανάμεσα από δέντρα και λουλούδια. Ανάμεσα από γέλια και αναμνήσεις. Στα μάτια της κόρης μου βλέπω το παιδί που υπήρξα κάποτε και αναπολώ μελαγχολώντας και απολαμβάνοντας…
Έκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα. Μια ανάσα ζωής.

5 Αυγούστου 2020. Παλαιοχώρι Καλαμπάκας.
Κώστας Κρομμύδας
Συγγραφέας και ηθοποιός.