Τι ακριβώς έγινε στη Μάχη του Σαγγάριου, στην οποία αναφέρθηκε χθες προκλητικά ο Ερντογάν

Με αφορμή τη χθεσινή προκλητική δήλωση εναντίον της Ελλάδας, του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για τη μάχη του Σαγγάριου που ανέφερε τα εξής:  «Όσοι θέλουν να φρεσκάρουν τη μνήμη τους ας πάνε να κοιτάξουν την πρόσφατη ιστορία τους. Όσοι εκστομίζουν μεγαλύτερες κουβέντες από το μπόι τους πρώτα να διαβάσουν βιβλία ιστορίας. Ας μάθουν πολύ καλά πως γλίτωσαν από το να παστωθούν στο Σαγγάριο, και πως έφυγαν από εδώ πέφτοντας στη θάλασσα», αποφασίσαμε να φρεσκάρουμε την ιστορική μας μνήμη και να δούμε σε ποιο ακριβώς συμβάν αναφέρθηκε ο “σουλτάνος”.

Γιατί πιστεύουμε ακράδαντα στη φιλοσοφία ότι «λαοί οι οποίοι δεν θυμούνται την Ιστορία τους είναι υποχρεωμένοι να την ξαναζήσουν».

Το χρονικό της Μάχης του Σαγγάριου

Η Μάχη του Σαγγάριου έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1921 κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), ως αποκορύφωμα της προέλασης του Ελληνικού Στρατού στην μικρασιατική ενδοχώρα. Η έκβαση της μάχης ήταν αμφίρροπη και συντέλεσε στην ανακοπή της πορείας προς Άγκυρα. Η Ελληνική Στρατιά τον Ιούνιο του 1921, ύστερα από τη νικηφόρα προέλαση δια μέσω της Κιουτάχειας, προωθήθηκε στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Οι τουρκικές δυνάμεις αφού απέφυγαν την κύκλωση στην Κιουτάχεια, συνέχισαν την υποχώρησή τους ανατολικά από τις όχθες του Σαγγάριου ποταμού. Στις 15 Ιουλίου 1921, ύστερα από ελληνικό πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, αποφασίστηκε η συνέχιση της προέλασης προς Άγκυρα με την ονομασία “εκστρατεία Σαγγαρίου-Αγκύρας”.

Το ελληνικό σχέδιο καθόριζε ως σκοπό την καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά του Σαγγάριου και στη συνέχεια την κατάληψη της Άγκυρας. Οι ελληνικές δυνάμεις θα προέλαυναν με τρία σώματα στρατού συνολικά 120.000 ανδρών, αποτελούμενες από 9 μεραρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία ιππικού και 2 συντάγματα πυροβολικού. Η περιοχή των επιχειρήσεων περικλείονταν από τα όρη Ελμά Νταγ, Τσελίκ Νταγ και από τους ποταμούς Σαγγάριο και Γκεούκ. Στο χώρο αυτό η τουρκική διοίκηση οργάνωσε τρεις αμυντικές τοποθεσίες σε βάθος 25 εως 30 χιλιομέτρων, που περιελάμβανε χαρακώματα, ορύγματα με συρματοπλέγματα, πρόχειρα πυροβολεία και θέσεις αυτομάτων όπλων. Η τουρκική πλευρά διέθετε συνολικά 98,000 ένοπλους: 16 μεραρχίες, 3 συντάγματα πεζικού, 4 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία ιππικού.

Το σκηνικό της σύγκρουσης

Ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε την προς ανατολάς προέλασή του το πρωί της 1ης Αυγούστου από τις βάσεις του στο Εσκί Σεχίρ διαμέσου έρημων και άνυδρων εκτάσεων μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο, χωρίς οι τουρκικές δυνάμεις να τον παρενοχλήσουν ιδιαίτερα. Η πορεία, όμως, ήταν κοπιωδέστατη και ταλαιπώρησε αφάνταστα τα προελαύνοντα τμήματα, αφού πραγματοποιήθηκε μέσα σε αφόρητο καύσωνα και με ελλιπέστατη επιμελητεία. Ειδικά το Β΄ Σώμα Στρατού αναγκάστηκε να πεζοπορήσει 300 χιλιόμετρα μέσα στην Αλμυρά έρημο. Στις 21 Αυγούστου οι ελληνικές δυνάμεις έφθασαν στον Σαγγάριο, τον διάβηκαν με γέφυρες εκστρατείας χωρίς σημαντική παρενόχληση από τους Τούρκους και στράφηκαν βορειοανατολικά προς τις κύριες θέσεις άμυνας του τουρκικού στρατού. Στις 23 Αυγούστου το Α’ και Γ’ Σώματα Στρατού εξαπέλυσαν επίθεση με σκοπό την διάσπαση της γραμμής Ινλάρ Κατραντζή – Ιλιτζά. Εν τω μεταξύ το Β’ Σώμα Στρατού εκτελούσε κυκλωτικό ελιγμό από το αριστερό πλευρό της τουρκικής αμυντικής γραμμής που καταλάμβανε το όρος Καλέ Γκρότο.

Από τις 24 Αυγούστου έως τις 13 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκαν σκληρές συγκρούσεις σε όλη την έκταση του μετώπου. Μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να διασπάσουν τις δύο τουρκικές αμυντικές γραμμές και να καταλάβουν την γραμμή Καρά Νταγ – Τσαλ Νταγ – Αρντίζ Νταγ – Καλέ Γκρότο. Απέμενε η τρίτη και τελευταία αμυντική γραμμή των Τούρκων, που κάλυπτε την Άγκυρα, έδρα των κεμαλιστών.

Στην κορυφή του λόφου Ντουατεπέ (στο Πολατλί). Μουσταφά Φεβζί (Τσακμάκ), Κιοπρουλή Καζίμ (Οζάλπ), Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ), Ισμέτ (Ινονού) και Χαϊρουλάν (Φισέκ)
Όμως, οι επιτυχίες αυτές των Ελλήνων κατακτήθηκαν με τεράστιες θυσίες σε έμψυχο υλικό, αλλά και σε εφόδια. Παράλληλα, παρουσιάστηκαν σοβαρά προβλήματα, όπως η πλημμελής διοίκηση, η κόπωση των τμημάτων, η έλλειψη ικανών εφεδρειών να αναπληρώσουν τις μεγάλες απώλειες ανδρών, προβλήματα επισιτισμού και γενικότερα ανεφοδιασμού του στρατού, τα οποία οδήγησαν στην πτώση του ηθικού του Ελληνικού Στρατού. Από τις 16 Σεπτεμβρίου αποφασίστηκε η διακοπή της επίθεσης και η προσωρινή μετάπτωση σε άμυνα, καθώς οι προβλέψεις για συνέχιση της επίθεσης ήταν ιδιαίτερα δυσοίωνες.

Πορομοίως και στην πλευρά των Τούρκων η κατάσταση ήταν κρίσιμη, με μεγάλες απώλειες ενώ είχαν διασπαστεί οι δύο αμυντικές γραμμές τους. Η τουρκική διοίκηση σκέφθηκε προς στιγμήν την απόσυρση πίσω από την Άγκυρα, αλλά αυτό θα ισοδυναμούσε με καταστροφή, γιατί θα έπεφτε στα ελληνικά χέρια η πρωτεύουσά τους Άγκυρα η κύρια βάση ανεφοδιασμού τους και ανατολικά αυτής, χωρίς σοβαρή δημογραφική βάση και χωρίς εφόδια η συνέχιση της αντίστασης τους θα ήταν ανέφικτη.

Η διοίκηση της Ελληνικής Στρατειάς τότε, αμφιταλαντευόμενη και αδυνατώντας να αποφασίσει για την εξέλιξη των επιχειρήσεων, έστειλε τηλεγράφημα στην κυβέρνηση στην Αθήνα ζητώντας από τον πρωθυπουργό Δ. Γούναρη εντολές για την περαιτέρω συνέχιση της επίθεσης. Ο Γούναρης με έκπληξη απάντησε ότι ήταν αναρμόδιος και συνέστησε να ληφθεί η απόφαση “συμφώνως προς το στρατιωτικόν συμφέρον”.

Το απόγευμα της 21ης Σεπτεμβρίου ο αρχηγός της Στρατειάς Μικράς Ασίας Αναστάσιος Παπούλας και αφού ο διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού Πρίγκιπας Ανδρέας πήρε μόνος του την πρωτοβουλία να μετακινήσει τις δυνάμεις του πίσω από το Α’ Σώμα Στρατού, αποφάσισε τη διακοπή των επιχειρήσεων και την υποχώρηση στις θέσεις εξόρμησης, δυτικά του Σαγγάριου. Η μεγάλη επιχείρηση έληξε άδοξα για τις ελληνικές δυνάμεις, αφού δεν πέτυχαν τους αντικειμενικούς στόχους τους που ήταν η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του κεμαλικού στρατού.

Η πύρρειος νίκη των Ελλήνων

Οι Ελληνικές δυνάμεις μπορεί να νίκησαν στο πεδίο της μάχης, αλλά από τακτικής απόψεως βγήκαν χαμένοι αφού δεν πέτυχαν την κατάληψη της Άγκυρας, ενώ παράλληλα τέθηκαν εκτός μάχης 23.000 στρατιώτες και αξιωματικοί, κενά τα οποία, ιδιαίτερα στους αξιωματικούς, δεν αναπληρώθηκαν ποτέ. Από τακτικής απόψεως οι τουρκικές δυνάμεις υπό τη στιβαρή ηγεσία του Κεμάλ, ήταν οι νικήτριες.

Οι απώλειες των επιχειρήσεων για τις ελληνικές δυνάμεις ανήλθαν σε 4.000 νεκρούς και 19.000 τραυματίες, ενώ για την τουρκική πλευρά οι απώλειες ανήλθαν σε νεκρούς και τραυματίες γύρω στις 15.000. Tο φιλόδοξο σχέδιο για την κατάληψη της Aγκυρας έμελλε να αποτελεί πλέον ένα όνειρο – που ωστόσο στοίχισε στην ελληνική πλευρά περίπου 4.000 νεκρούς, 19.000 τραυματίες και 376 αγνοούμενους. Aπαιτήθηκε η κλήση στα όπλα της κλάσης του 1922 (30.000 νεοσύλλεκτοι), ώστε να συμπληρωθούν οι απώλειες και να επανέλθει η στρατιά στα επίπεδα του Iουνίου. H τελική σύμπτυξη αποτελεί αναμφισβήτητα έναν άθλο των τριών σωμάτων στρατού, αφού επιτεύχθηκε χωρίς απώλειες σε άνδρες και υλικό. Tο σπουδαιότερο, όμως, ήταν ότι δεν πτοήθηκε το ηθικό τους κατ’ ελάχιστο. Oι πόλεμοι, ασφαλώς, δεν κερδίζονται μόνο με την ψυχολογία. H δράση του Eλληνα στρατιώτη κατά τις επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921 υπήρξε υποδειγματική, το αποτέλεσμα όμως της όλης εκστρατείας απέδειξε ότι η διαυγής επιτελική κρίση είναι εξίσου σημαντική με το φρόνημα και την όποια ηρωική διάθεση.

Bέβαια, και οι δύο πλευρές είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ικανοποιημένες: η τουρκική γιατί κατάφερε να υπερασπιστεί την πρωτεύουσά της και να κάμψει την ορμή του εχθρού, όταν μάλιστα αυτός σημείωνε τις σημαντικές νίκες στο Eσκί Σεχίρ και στην Kιουτάχεια, ενώ η ελληνική γιατί, παρά την τελική οπισθοχώρηση, δεν είχε ηττηθεί σε καμιά μάχη. Tο πρόβλημα εστιαζόταν πλέον στο ότι το ελληνικό σχέδιο να καταστραφούν οι κεμαλικές δυνάμεις γρήγορα και ολοκληρωτικά, είχε παταγωδώς αποτύχει. Mόνο η διπλωματία θα μπορούσε να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε διέξοδο, από τη στιγμή που τα όπλα δεν κατάφερναν να επιβάλουν τη λύση του ισχυρού. H Eλλάδα είχε αντέξει το οικονομικό κόστος με τεράστιες θυσίες, προσβλέποντας σε μία τελική επιτυχή έκβαση, η οποία θα την επανέφερε σε ισορροπία μέσω αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Oταν αυτή η προσδοκία της δεν εκπληρώθηκε, η κρίση οδήγησε σε πολιτική αστάθεια και όξυνση του παλαιού μίσους μεταξύ βενιζελικών και κωνσταντινικών, με τελικό αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη και την “Δίκη των έξι”.

ΤΟΥΡΚΙΑ       ΕΛΛΑΔΑ
96.326 οπλίτες
5.401 αξιωματικοί
120.000 οπλίτες
3.780 αξιωματικοί
Απώλειες
3.700 νεκροί
18.480 τραυματίες
108 αιχμάλωτοι
5.639 λιποτάκτες
8.089 αγνοούμενοι
Σύνολο: 38.029
Από τις 23 Αυγούστου
έως τις 16 Σεπτεμβρίου
4.000 νεκροί
19.000 τραυματίες
354 αγνοούμενοι
Σύνολο: 22.900

Πηγές

    • Εμείς οι Έλληνες. Σκάι 2008. Πολεμική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας. ISBN 9789606845161.
    • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΕ’. Αθήνα 1980
    • wikipedia.gr
    • militaryhistory.gr