Στην πιο ολοκληρωμένη μελέτη των παιδιατρικών ασθενών με COVID-19 που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, ερευνητές του Πανεπιστημίου Harvard παρέχουν κρίσιμα στοιχεία που δείχνουν ότι τα παιδιά διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην εξάπλωση του COVID-19 από όσο πιστεύαμε μέχρι πρότινος.
Στη μελέτη που περιέλαβε 192 παιδιά και νέους (ηλικίας 0-22 ετών), 49 παιδιά βρέθηκαν θετικά για SARS-CoV-2 και άλλα 18 παιδιά είχαν νόσο σχετιζόμενη με COVID-19. Τα μολυσμένα παιδιά αποδείχθηκε ότι είχαν σημαντικά υψηλότερο επίπεδο ιού στους αεραγωγούς τους από ό,τι οι νοσηλευόμενοι στις ΜΕΘ ενήλικες, σύμφωνα με το Γενικό Νοσοκομείο Massachusetts (MGH) και το Mass General Hospital for Children (MGHfC), τα οποία σχετίζονται με το Πανεπιστήμιο Harvard.
Η μελέτη, «Παιδιατρικός SARS-CoV-2: Κλινική Παρουσίαση, Μολυσματικότητα και Ανοσοαπόκριση», δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο The Journal of Pediatrics.
«Έμεινα έκπληκτη από τα υψηλά επίπεδα ιών που βρήκαμε σε παιδιά όλων των ηλικιών, ειδικά τις πρώτες δύο ημέρες της μόλυνσης», λέει η Lael Yonker, διευθύντρια του Κέντρου Κυστικής ίνωσης MGH και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Δεν περίμενα το ιικό φορτίο να είναι τόσο υψηλό. Σκέφτεσαι ένα νοσοκομείο και όλες τις προφυλάξεις που λαμβάνονται για τη θεραπεία σοβαρών ασθενειών στους ενήλικες, αλλά τα ιογενή φορτία αυτών των νοσοκομειακών ασθενών είναι σημαντικά χαμηλότερα από ένα ‘υγιές παιδί’ που περπατάει με υψηλό ιικό φορτίο SARS-CoV-2».
«Η μεταδοτικότητα ή ο κίνδυνος μεταδοτικότητας είναι μεγαλύτερος με το υψηλό ιικό φορτίο. Και επειδή, όταν τα παιδιά εμφανίζουν συμπτώματα τυπικά του COVID-19, όπως πυρετό, ρινική καταρροή και βήχα, συχνά συμπίπτουν με κοινές παιδικές ιώσεις ή γρίπη, η ακριβής διάγνωση του COVID-19 συγχέεται», συμπληρώνει η Yonker. Μαζί με το ιικό φορτίο, οι ερευνητές εξέτασαν την έκφραση του ιικού υποδοχέα και την απόκριση αντισωμάτων σε υγιή παιδιά, παιδιά με οξεία λοίμωξη SARS-CoV-2 και ένα μικρότερο αριθμό παιδιών με πολυοργανικό φλεγμονώδες σύνδρομο.
Προβληματίζουν τα ευρύματα αναφορικά με το άνοιγμα των σχολείων
Τα ευρήματα αυτά προβληματίζουν αναφορικά με το άνοιγμα των σχολείων και γενικώς των χώρων με υψηλή πυκνότητα παιδιών και στενή αλληλεπίδραση με δασκάλους και προσωπικό.
«Τα παιδιά δεν είναι ανοσοποιημένα από αυτή τη μόλυνση και τα συμπτώματά τους δεν σχετίζονται με την έκθεση και τη μόλυνση», λέει ο Alessio Fasano, διευθυντής του Mucosal Immunology and Biology Research Center στο MGH και βασικός συγγραφέας της μελέτης. «Κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας COVID-19, εξετάσαμε κυρίως συμπτωματικά άτομα, οπότε καταλήξαμε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η μεγάλη πλειονότητα των ατόμων που έχουν μολυνθεί είναι ενήλικες. Ωστόσο, τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι τα παιδιά δεν προστατεύονται από αυτόν τον ιό. Δεν πρέπει να απαλλάσσουμε τα παιδιά από το ενδεχόμενο να είναι μεταδότες του ιού.»
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι αν και τα παιδιά με COVID-19 δεν είναι τόσο πιθανό να αρρωστήσουν τόσο σοβαρά όσο οι ενήλικες, ως ασυμπτωματικοί φορείς ή φορείς με λίγα συμπτώματα που πηγαίνουν στο σχολείο, μπορούν να εξαπλώσουν τη μόλυνση και να φέρουν τον ιό στα σπίτια τους. Αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα τις κοινωνικοοικονομικές ομάδες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, αλλά και τις οικογένειες με ευάλωτους ηλικιωμένους. Στη μελέτη του MGHfC, το 51% των παιδιών με οξεία λοίμωξη SARS-CoV-2 προήλθε από κοινότητες χαμηλού εισοδήματος σε σύγκριση με το 2% που προήλθε από κοινότητες υψηλού εισοδήματος.
“Τα παιδιά είναι πιο μεταδοτικά, ανεξάρτητα από το αν έχουν νοσήσει βαριά από τον Covid-19 ή όχι”
Σε μια άλλη σημαντική ανακάλυψη από τη μελέτη, οι ερευνητές αμφισβητούν την τρέχουσα υπόθεση ότι επειδή τα παιδιά έχουν χαμηλότερο αριθμό ανοσολογικών υποδοχέων για τον SARS-CoV2, αυτό τά καθιστά λιγότερο πιθανό να μολυνθούν ή να αρρωστήσουν σοβαρά. Τα δεδομένα δείχνουν ότι, αν και τα μικρότερα παιδιά έχουν μικρότερο αριθμό υποδοχέων ιών συγκριτικά με τα μεγαλύτερα παιδιά και τους ενήλικες, αυτό δεν σχετίζεται με μειωμένο ιικό φορτίο. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, αυτό το εύρημα υποδηλώνει, ότι τα παιδιά μπορούν να φέρουν υψηλό ιικό φορτίο, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πιο μεταδοτικά, ανεξάρτητα από το αν έχουν νοσήσει βαριά από τον Covid-19 ή όχι.
Οι ερευνητές μελέτησαν επίσης την ανοσοαπόκριση στο πολυοργανικό φλεγμονώδες σύνδρομο που μπορεί να αναπτυχθεί σε παιδιά με COVID-19 αρκετές εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Επιπλοκές από την επιταχυνόμενη ανοσοαπόκριση που παρατηρείται στο σύνδρομο αυτό μπορεί να περιλαμβάνουν σοβαρά καρδιακά προβλήματα, σοκ και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια. «Αυτή είναι μια σοβαρή επιπλοκή ως αποτέλεσμα της ανοσολογικής απόκρισης στη μόλυνση με COVID-19 και ο αριθμός αυτών των ασθενών αυξάνεται», λέει ο Fasano, ο οποίος είναι επίσης καθηγητής Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ (HMS). «Και, όπως και στους ενήλικες με αυτές τις πολύ σοβαρές συστεμικές επιπλοκές, έτσι και στα παιδιά η καρδιά φαίνεται να είναι το αγαπημένο όργανο του COVID-19», προσθέτει ο ίδιος.
Η κατανόηση του συνδρόμου αυτού και των μετα-μολυσματικών ανοσολογικών αντιδράσεων σε παιδιατρικούς ασθενείς με COVID-19 είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη επόμενων βημάτων στη στρατηγική θεραπείας και πρόληψης -και ειδικά εμβολίων, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Ως παιδίατροι, τόσο η Yonker όσο και ο Fasano, καταγράφουν διαρκώς ερωτήσεις από τους γονείς σχετικά με την ασφαλή επιστροφή των παιδιών τους στο σχολείο και τη φύλαξή τους έπειτα από αυτό. Συμφωνούν ότι το πιο κρίσιμο ερώτημα είναι ποια βήματα θα εφαρμόσουν τα σχολεία «για να διατηρήσουν τα παιδιά, τους δασκάλους και το προσωπικό ασφαλές». Συστάσεις από τη μελέτη τους, περιλαμβάνουν να μην βασίζεστε στη θερμοκρασία του σώματος ή στην παρακολούθηση των συμπτωμάτων για τον εντοπισμό της λοίμωξης SARS-CoV-2 στο σχολικό περιβάλλον.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν τα μέτρα ελέγχου των λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής απόστασης, τη χρήση καθολικής μάσκας (όταν είναι εφαρμόσιμο), το πλύσιμο των χεριών και έναν συνδυασμό εξ αποστάσεως και διαπροσωπικής μάθησης. Θεωρούν τον συνεχή έλεγχο όλων των μαθητών για λοίμωξη από SARS-CoV-2 και την έγκαιρη αναφορά των αποτελεσμάτων ως επιτακτικό μέρος μιας ασφαλούς πολιτικής επιστροφής στο σχολείο.
«Αυτή η μελέτη παρέχει πολύ σημαντικά δεδομένους στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, ώστε να πάρουν τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις για σχολεία, κέντρα φύλαξης και άλλα ιδρύματα που εξυπηρετούν παιδιά», λέει ο Fasano. «Τα παιδιά είναι μια πιθανή πηγή εξάπλωσης αυτού του ιού, και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη στα στάδια προγραμματισμού για το άνοιγμα των σχολείων.»
Ο ίδιος, πάντως, φοβάται ότι μια βιαστική επιστροφή στο σχολείο χωρίς σωστό σχεδιασμό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των κρουσμάτων: «Εάν τα σχολεία επανέλθουν πλήρως χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις, είναι πιθανό τα παιδιά να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο σε αυτήν την πανδημία», καταλήγουν οι συγγραφείς.
Πηγή: news.harvard.edu