Για να ομολογήσει μια κλοπή που δεν έκανε…
Το καλοκαίρι του 1953 η μικρή Σπυριδούλα, αφήνει το πατρικό της για ένα καλύτερο μέλλον στη πρωτεύουσα.Της έχουν τάξει πολλά και στα 9,5 χρόνια της φάνταζαν όλα ωραία. Δύο χρόνια μετά όμως θα ευχόταν να μην είχε ξεμυτίσει από το σπίτι της φτώχειας και την καλύβα όπου γεννήθηκε.
Ήταν 4 Αυγούστου του 1955 όταν οι γιατροί στο Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά ήρθαν αντιμέτωποι με ένα θλιβερό και παράλληλα αποτρόπαιο θέαμα.
Ένα 12χρονο κορίτσι έκανε εισαγωγή με υψηλό πυρετό, αφόρητους πόνους και εγκαύματα σε όλο του το σώμα. Η γυναίκα που το συνόδευε εξηγούσε λίγο αργότερα στους γιατρούς, ότι τα εγκαύματα προήλθαν από μία κατσαρόλα με καυτό νερό.
Το τραγικό είναι ότι την πήγε στο Τζάννειο με το λεωφορείο ντυμμένη μέχρι το κεφάλι με ρούχα βαριά και τυλιγμένη με μια κουβέρτα. Το μεγαλύτερο έγκλημα για τα εγκαύματά της. Η σάρκα κόλλησε πάνω στο ύφασμα και όλα μαζί μία μάζα έκανε τους γιατρούς να ουρλιάζουν με το τι είδαν, γιατί η ίδια δεν είχε τη δύναμη. Ήταν σχεδόν λιπόθυμη. Ίσα που ανέπνεε ζούσε από τύχη. Ύφασμα και σάρκα αποκολήθηκαν με ένα ψαλιδάκι πόντο πόντο.Τα αποτυπώματα από το σίδερο έμεινε ανεξίτηλο στην ψυχή της γιατί από το κορμί της με τον καιρό εξαφανίστηκε.
Η ιστορία της Σπυριδούλας ξεκίνησε όταν αυτή ήταν 12 χρονών, στη Ματαράγκα Αγρινίου όπου ζούσε με τους γονείς και τα επτά αδέλφια της. Μία μέρα εμφανίστηκε στο χωριό η Αντιγόνη Βεϊζαδέα σύζυγος και μητέρα ενός μικρού παιδιού, που ζητούσε να πάρει ένα παιδί στο σπίτι της για να προσέχει το μωρό και να τη βοηθάει λίγο στις δουλειές. Οι γονείς της Σπυριδούλας, βιοπαλαιστές οι ίδιοι, αποφάσισαν να δώσουν την κόρη τους, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον από αυτό που της επεφύλασσε η ζωή στο χωριό.
Το νέο περιβάλλον δεν ήταν καθόλου όπως το είχαν περιγράψει στους γονείς της μικρής Σπυριδούλας. Η Αντιγόνη Βεϊζαδέ με τον σύζυγό της Γιώργο (γνωστός στα καταγώγια της Τρούμπας), κακοποιούσαν ψυχολογικά και σωματικά το κορίτσι σε καθημερινή βάση, ενώ είχε επωμιστεί και τις βαριές δουλειές του σπιτιού «Έμεινα μαζί τους δύο χρόνια. Φρόντιζα το παιδί, καθάριζα, σφουγγάριζα, έπλενα, κουβάλαγα τα ψώνια του σπιτιού (…). Έκανα υπομονή και δε μιλούσα» θα πει αργότερα στους δημοσιογράφους η Σπυριδούλα. Και δεν είναι μόνο αυτά. Μετά από δύο χρόνια, τα σημάδια της ασιτίας ήταν εμφανή στο σώμα του κοριτσιού.
Ο πατέρας της οικογένειας κατηγόρησε το νεαρό κορίτσι για κλοπή. Του έλειπε όπως υποστήριξε στη σύζυγό του ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων και ήταν πεπεισμένος πως το είχε πάρει η Σπυριδούλα. Χωρίς να χάσει χρόνο φώναξε τη 12χρονη και τη ρώτησε πού ήταν το χαρτονόμισμα. Έκπληκτο το κορίτσι, απάντησε ότι δεν γνώριζε, ωστόσο ο Γιώργος Βεϊζαδές δεν υποχώρησε. Επέμενε ότι τα λεφτά τα πήρε η Σπυριδούλα και για να ομολογήσει την πράξη της, το ζευγάρι άρχισε να τη χτυπά με τα χέρια και με ένα ξύλινο αντικείμενο. Την επόμενη ημέρα ο Βεϊζαδές επανήλθε στο θέμα. Η Σπυριδούλα όμως -και πάλι αρνήθηκε τα πάντα. Τότε της είπε ότι έχει ένα μέσο για να την κάνει να μιλήσει. Εννοούσε το ηλεκτρικό σίδερο που ήταν στην πρίζα και βρισκόταν στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού.
Την σιδέρωσαν σε όλο το σώμα μόνο τις φτέρνες άφησαν έξω για να μπορεί να στέκεται.
Το ζεύγος Βεϊζαδέ, καταδικάστηκε μόλις σε 5 χρόνια λόγω πρότερου εντίμου βίου. Ο κόσμος προσπάθησε να τους λιντσάρει ανεπιτυχώς. Η Σπυριδούλα νοσηλεύτηκε, δεχόμενη την αγάπη από κόσμο που δεν γνώριζε. Τα σωματικά της τραύματα επουλώθηκαν αργά, τα ψυχικά τραύματα της όμως;
Δέχτηκε την αγάπη του κόσμου απλόχερα, λίγο αργά βέβαια.Συγκεντρώθηκαν χρήματα, πολλά για την εποχή, δέχτηκε προτάσεις γάμου, την επισκέφθηκαν ο πρωθυπουργός, εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού χώρου, της Εκκλησίας.
Τη ζήτησαν να πρωταγωνιστήσει σε ταινία, ενέπνευσε το Παύλο Σιδηρόπουλο να βαφτίσει το συγκρότημά του. Έγινε σύμβολο της βιοπάλης και του αγώνα κατά της κακοποίησης.
Το θεατρικό έργο που ανεβαίνει αυτό τον καιρό στο θέατρο Καρέζη ονομάζεται “Σπυριδούλες” και είναι αφιερωμένο σε όλα αυτά τα κορίτσια της μεταπολεμικής Ελλάδα που άλλα από φτώχεια άλλα από ορφάνια μπήκαν στα 8,9,10 τους χρόνια στη βιοπάλη. Μια ιστορία που εναλαμβάνεται με Βουλγάρες, Ρουμάνες, Ρωσίδες, Αλβανίδες, Γεωργιανές και άλλες γυναίκες που ήρθαν πρόσφυγες στη χώρα μας ως φτηνό εργατικό δυναμικό.