“Γονείς γινόμαστε δεν γεννιόμαστε”

Ο ερχομός ενός μωρού εκτός από χαρά συχνά φέρνει και στους περισσότερους γονείς άγχος για το εάν είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και εαν γνωρίζουν πως πρέπει να συμπεριφέρονται στο μωρό τους. Η υπερπληθώρα πληροφοριών τελικά βοηθάει ή μήπως φέρνει μεγαλύτερη σύγχυση; Η απάντηση μάλλον είναι ότι και εδώ χρειάζεται η σωστή αξιολόγηση και το φιλτράρισμα.

Η αλήθεια είναι ότι γονείς γινόμαστε δεν γεννιόμαστε, όπως λέει η κ. Αντιγόνη Ωραιοπούλου, βιολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, η οποία καταπιάνεται με το θέμα της γονεϊκότητας και τον ερχομό ενός παιδιού στο βιβλίο της “Με το μωρό στην αγκαλιά” (Εκδόσεις Μύρτος).

Όπως σημειώνει η κ. Ωραιοπούλου “πάσχουμε από πληροφοριακή ρύπανση”. Ζούμε δηλαδή σε ένα περιβάλλον με τόσες πολλές πια πληροφορίες, πολλές από τις οποίες φυσικά μας είναι άχρηστες.

Το πρώτο πράγμα, μιλώντας για τον ερχομό ενός μωρού, και αναφερόμενοι στη γυναίκα, είναι ότι η ίδια η γυναίκα, που είναι η φύση της τέτοια ώστε να γεννά, πρέπει να έχει μια εσωτερική πληροφόρηση. Αυτό, όπως μας εξηγεί η κ. Ωραιοπούλου, σημαίνει ότι η γυναίκα πρέπει να συντονίζεται κατά κάποιο τρόπο με το σώμα της, να παρατηρεί όποιες αλλαγές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ακόμα και με τη βοήθεια ενός ημερολογίου, και να απευθύνεται στο γιατρό της όταν η ίδια κρίνει ότι χρειάζεται.

Κάτι που κάνουν παρά πολλές γυναίκες σήμερα είναι να διαβάζουν βιβλία σχετικά με τη μητρότητα. Αρκετές μάλιστα μαμάδες νιώθουν κάποια στιγμή ανίκανες να μεγαλώσουν ένα παιδί γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν εξαρχής τι θέλει και χρειάζεται το μωρό τους, ακόμα και αν έχουν διαβάσει ένα ολόκληρο ράφι με σχετικά βιβλία. “Η μητρότητα δεν κατεβαίνει με το μητρικό γάλα αλλά χτίζεται”, λέει η κ. Ωραιοπούλου.

Αυτό σημαίνει ότι όσες συμβουλές και οδηγίες και αν διαβάσουμε δεν είμαστε απαραίτητα έτοιμοι για ένα μωρό. Από τη στιγμή που θα έρθει στον κόσμο ένα μωράκι η μαμά και ο μπαμπάς φυσικά θα πρέπει να χτίσουν τη σχέση τους με αυτό, μαθαίνοντας να παίρνουν τα όποια μηνύματα του μωρού, να κατανοούν τις ανάγκες του και να το σέβονται.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι επειδή για παράδειγμα ο γιατρός μπορεί να μας λέει να ταϊζούμε το μωρό κάθε τρεις ώρες αυτό δεν είναι οπωσδήποτε το σωστό (εκτός εάν συντρέχει ιατρικός λόγος), γιατί το μωρό μπορεί να μην πεινάει. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και με τον ύπνο και άλλες ανάγκες του μωρού, που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι πανομοιότυπες σε όλα τα μωρά.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε όπως αναφέρει και στο βιβλίο της η κ. Ωραιοπούλου είναι να φιλτράρουμε τις πληροφορίες που προσλαμβάνουμε σε όλα τα στάδια, και κατά την διάρκεια της κύησης και μετά τη γέννηση.

Μια έγκυος για παράδειγμα δεν θα πρέπει να πανικοβάλλεται με πληροφορίες του τύπου: “Ααα το παιδί της τάδε έπαθε αυτό ή εγώ είχα τόσο δύσκολο τοκετό που κινδύνεψα και άλλα τέτοια. Γενικά αλλά και όσο πλησιάζει η γέννα μια γυναίκα θα πρέπει να είναι σε ήρεμο και χαρούμενο περιβάλλον. Επίσης θα πρέπει να βγάλει από το μυαλό της αυτά που οι περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες δείχνουν ως τοκετό με ουρλιαχτά κτλ γιατί δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες.

Είναι σημαντική λοιπόν η ενημέρωση αλλά δεν χρειάζεται να φτάνουμε σε σημείο να διαβάζουμε με μανία και εντέλει να αποσυντονιστούμε. Όλες αυτές οι πληροφορίες από που και εάν προέρχονται δεν πρέπει να προσλαμβάνονται ως θέσφατο αλλά να φιλτράρονται.

Κάτι που πρέπει να επισημανθεί είναι επίσης ότι όπως οι γυναίκες έτσι και οι άνδρες θα πρέπει να ενημερώνονται για θέματα σχετικά με τον ερχομό ενός παιδιού. Αυτό άλλωστε που έχει αποδειχθεί είναι ότι οι μπαμπάδες που από την εγκυμοσύνη κιόλας ασχολούνται με το μωρό, π.χ χαϊδεύουν την κοιλιά δένονται πιο γρήγορα με το παιδί.

*Ευχαριστούμε για την συνεργασία την κ. Αντιγόνη Ωραιοπούλου