Είναι τα μικρά παιδιά σήμερα πιο ζωηρά;

«Είναι γιατρέ τα μικρά παιδιά σήμερα πιο ζωηρά από παλιότερα;» Σε αυτό το ενδιαφέρον ερώτημα που γίνεται από νέους γονείς θα προσπαθήσω να δώσω μια απάντηση. Σε γενικές γραμμές ισχύει ότι οι καινούργιες γενιές βρεφών και μικρών παιδιών, σε σύγκριση με 20-50 χρόνια πριν, τείνουν να είναι πιο ζωηρές, έξυπνες και να κοιμούνται λιγότερο. Αυτό αντανακλά σε σημαντικό βαθμό θετικές αλλαγές με τα χρόνια στην ανατροφή των μικρών παιδιών, στην επικοινωνία των γονιών με τα παιδιά τους, αντανακλά όμως και κάποιες αρνητικές αλλαγές σε σχέση με το παρελθόν.

Γράφει ο Στέλιος Παπαβέντσης MRCPCH DCH IBCLC, Παιδίατρος – Σύμβουλος Γαλουχίας

Τα βρέφη παλιά μεγάλωναν με πολύ λιγότερα ερεθίσματα. Το υπερβολικό, καταναγκαστικό φάσκιωμα, ήταν πολύ διαδεδομένη πρακτική. Από τη γέννηση φάσκιωναν τα μωρά και τα άφηναν έτσι κυριολεκτικά επί μήνες. Μπορούμε να φανταστούμε, βέβαια, το βαθμό της αισθητηριακής αποστέρησης και απομόνωσης που βίωναν αυτά τα μωρά. Χωρίς αλληλεπίδραση μάθαιναν την παραίτηση και απομόνωση. Αλλά και χωρίς σημαντικά επίπεδα εμφανούς κακοποίησης, στα μωρά παλιά οι γονείς δεν προσέφεραν τα ερεθίσματα, την προσοχή και την ανταπόκριση που προσφέρουμε σήμερα.

Η καθημερινή επικοινωνία και διάλογοι με το μωρό ωθούν σε ολοένα περισσότερη επικοινωνία και αλληλεπίδραση, σε ένα έξυπνο μωρό που μαθαίνει να εκφράζει τις ανάγκες του και καταλαβαίνει ότι οι ανησυχίες του θα βρουν αξιόπιστη, κατάλληλη ανταπόκριση. Μωρά φαινομενικά «ήσυχα» ως αποτέλεσμα παιδαγωγικών μεθόδων των γονιών τους – να τα αφήνουν να κλαίνε, να κοιμούνται συνεχόμενα τη νύχτα, να μην απαιτούν αγκαλιά – μπορεί να φαίνονται στον εξωτερικό παρατηρητή ήσυχα επειδή είναι τρομοκρατημένα, φοβισμένα, εσωστρεφή, αποξενωμένα, νωθρά από την έλλειψη ερεθίσματος και ανταπόκρισης ή σε απόγνωση, με τελικό βλαπτικό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου στην ψυχολογία τους, την ασφαλή τους σύνδεση με τον έξω κόσμο, τη συναισθηματική τους ανάπτυξη και τον τελικό τους δείκτη νοημοσύνης. Το τίμημα της συναισθηματικής υγείας και εξυπνάδας είναι περισσότερες ανάγκες ενασχόλησης με τα μικρά παιδιά για τους γονείς, περισσότερη αφιέρωση χρόνου στα μικρά παιδιά τους.

Πέραν όμως από το διαφορετικό επίπεδο ενασχόλησης και αλληλεπίδρασης, υπάρχουν παράγοντες της σύγχρονης ζωής που κάνουν τους νέους γονείς να νιώθουν ότι το μωρό τους είναι υψηλών απαιτήσεων. Σε σύγκριση με το παρελθόν, πολύ περισσότεροι σύγχρονοι γονείς έχουν έλλειψη υποστηρικτικού δικτύου και κοινωνικού περιβάλλοντος για να μεγαλώσουν ένα παιδί. Έτσι, δημιουργείται μέσα τους η εντύπωση ότι το μωρό τους έχει υπερβολικές απαιτήσεις, κλαίει υπερβολικά, απαιτεί συνεχώς την παρουσία τους, ενώ στην ουσία πρόκειται για δική τους δυσλειτουργικότητα, έλλειψη χρόνου και ενέργειας, ως αποτέλεσμα μειωμένου περιβάλλοντος και υποστήριξης στο γονεϊκό τους ρόλο. Τα ίδια παιδιά θα ήταν πολύ λιγότερο «απαιτητικά» αν είχαν περισσότερα πρόσωπα γύρω τους για να εισπράξουν πράγματα και αν είχαν περισσότερο φυσιολογικό χώρο να απλωθούν και να ανθίσουν.

Τα μωρά σε μεγάλο βαθμό είναι καθρέφτης μας, οι προβληματικές τους συμπεριφορές είναι συχνά αποτέλεσμα δικών μας ανεπαρκειών ή προβλημάτων. Όταν είμαστε μαζί τους χωρίς να είμαστε «ολόκληροι» εκεί, όταν είμαστε σε κακή ψυχολογική κατάσταση, το μωρό τα εισπράττει αμέσως και δείχνει να βαριέται και να δυσθυμεί κι εκείνο.

Δεν πρέπει να υποτιμάμε και τον παράγοντα του χώρου, όπου κινούνται τα μικρά παιδιά σήμερα. Τυχερά παιδιά που αφήνονται από τους πρώτους μήνες της ζωής τους να κινούνται σε μεγάλους χώρους ελεύθερα με ασφαλή επίβλεψη, που απολαμβάνουν αυλές και χώμα, τείνουν να είναι πιο «ήσυχα», εφόσον οι σημαντικές τους ανάγκες για κινητικό παιχνίδι και για παιχνίδι αναστάτωσης ικανοποιούνται. Αντίθετα, σύγχρονα παιδιά μεγαλουπόλεων, κλεισμένα σε μικρά κουτιά διαμερισμάτων, χωρίς διεξόδους καθημερινές για ορίζοντα και άπλα, τείνουν να συμπεριφέρονται πιο ζωηρά, απαιτητικά ή γκρινιάρικα.

Δεν είναι σπάνιο γονείς σήμερα να φτάνουν στο αντίθετο άκρο από τους γονείς του παρελθόντος. Από την μη αλληλεπίδραση στην υπερβολική αλληλεπίδραση, στο βομβαρδισμό. Μωρά που γκρινιάζουν και ανησυχούν ως αποτέλεσμα ασφυξίας, με υπερβολικά άψυχα παιχνίδια που τους δίνονται καταναγκαστικά, όταν απλώς εκείνα θέλουν να ησυχάσουν. Τα υπερβολικά παιχνίδια δεν πρέπει να γίνονται υποκατάστατο της δικής μας παρουσίας, δεν έχουν σκοπό να καλύψουν το κενό της μη επικοινωνίας με το παιδί μας. Να θυμόμαστε ότι για τα βρέφη και μικρά παιδιά εμείς είμαστε το κύριο παιχνίδι τους, ότι είναι κοινωνικά όντα και θέλουν φυσικά να αναζητούν την παρέα μας.

Κάπου εδώ μπαίνουν και οι οθόνες. Στην απεγνωσμένη προσπάθεια να βρούμε δύο στιγμές μακριά τους, τα παρκάρουμε στην τηλεόραση, στην οθόνη του υπολογιστή ή στο κινητό. Για τις δύο άμεσες στιγμές ηρεμίας που κερδίσαμε, μας περιμένουν δέκα χειρότερες: οι οθόνες στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής αλλά και αργότερα είναι ψεύτικη πανάκεια, πέρα από ακατάλληλα για την ηλικία ερεθίσματα και παθητικοποίηση, δημιουργούν σε βάθος χρόνου πιο ανήσυχα παιδιά, με κατακερματισμένη προσοχή, με εθισμό.

Συμπερασματικά, ναι, τα σύγχρονα μικρά παιδιά τείνουν να είναι πιο ζωηρά από παλαιότερα, και αυτό είναι κάτι καλό, που αντανακλά κυρίως θετικές εξελίξεις στην ανατροφή τους, αλλά ως κάποιο βαθμό είναι και αποτέλεσμα αρνητικών νέων πρακτικών και καταστάσεων. Για περισσότερη υγεία και εξυπνάδα το τίμημα για τους γονείς είναι περισσότερη δουλειά. Οι μεγάλες δόσεις καταστολής και φόβου για τα μικρά παιδιά μπορεί να έχουν μειωθεί σήμερα, αλλά η αποσπασματική, μη κατάλληλη επικοινωνία παραμένει για πολλά.

Το κλειδί στην προσέγγισή μας χρειάζεται να είναι: το μωρό στον κόσμο των γονιών όσο και το ανάποδο. Σήμερα οι νέοι γονείς πρέπει να βρουν ισορροπία ανάμεσα στην αναγνώριση του κόσμου του μωρού τους από τη μια, αλλά και τη διατήρηση του δικού τους κόσμου και το άνοιγμα του παιδιού τους σε αυτόν. Να κάνουμε τη ζωή μας μαζί με το μωρό, να ανοίγουμε τον κόσμο μας, όχι να αυτοπεριοριζόμαστε «εξαιτίας» του μωρού. Χτίζουμε πιο ήρεμα, συναισθηματικά ασφαλή και έξυπνα μωρά, όταν σεβόμαστε τις ανάγκες τους και ανταποκρινόμαστε κατάλληλα και έγκαιρα, δίνοντας τους παράλληλα μεγάλα ερεθίσματα από το δικό μας κόσμο και δείχνοντάς τους να καταλάβουν σταδιακά ότι υπάρχει και ζωή των μεγάλων.

Δεν είναι μόνο ο κόσμος τους, ούτε μόνο ο δικός μας. Οι γονείς συνειδητοποιούμε φυσικά όλα αυτά στο δεύτερο και τρίτο παιδί. Συχνά, υπάρχει έκπληξη από τη μεριά μας για το γεγονός ότι το δεύτερο ή τρίτο μωρό είναι «τόσο ήσυχο» σε σύγκριση με το πρώτο: είναι κυρίως η δική μας προσέγγιση που αλλάζει, πιο χαλαροί, με κατάλληλη μεν ανταπόκριση, αλλά χωρίς υπερβολές και βομβαρδισμούς, με άνοιγμα από νωρίς στο δικό μας κόσμο.