Mπήκε αισίως και ο Ιούνιος. Ο έκτος μήνας του χρόνου, ο πρώτος του καλοκαιριού, ο Φανιστής της Χίου, ο Λαμπατάρης της Κέρκυρας, ο Λαμπροφόρος της Κύπρου, ο Αϊγιαννίτης της Κρήτης, ο Λιοτροπιός της Κύθνου,ο Αλιτροπιός της Λέσβου, ο Αλυθτσάτσης της Καλύμνου, ο Ρινιαστής της Πάρου, ο Ορνιαστής της Άνδρου, ο Κερασάρης των Γρεβενών, ο Κερασινός του Πόντου, ο Θεριστής μιας Ελλάδας ολόκληρης.
Τα όνομά του προέρχεται από την λατινική ονομασία της θεάς Ήρας (Juno)προστάτιδα του οίκου και του γάμου που γιορταζόταν την πρώτη μέρα αυτού του μήνα και όλος ο μήνας ήταν αφιερωμένος σ αυτήν. Είναι ο μήνας που ώριμο πια το στάχυ θα δώσει τον πολυπόθητο καρπό του που θα αποτελέσει τη βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή του ψωμιού.
Η γιορτή του Θερισμού
Το μεγάλο Θέρος θα αρχίσει από τα τέλη Μαΐου και θα ολοκληρωθεί αρχές του Ιούλη με ένα σωρό προετοιμασίες για τους θεριστάδες από τα χρόνια τα παλιά μέχρι και τις μέρες μας. Ο Θερισμός ήταν μια μεγάλη και ξεχωριστή « γιορτή». Κι επειδή πολλά από τα έθιμα τα παλιά δεν υπάρχουν πια , αξιοσημείωτο θα ήταν να αναφέρουμε το περίφημο « παιχνίδι του λαγού »για μεγαλύτερη διάθεση για την σκληρή αυτή δουλειά , που παιζόταν από επαγγελματίες θεριστές , μεγαλοσώμους άνδρες που χωρίζονταν σε « βαρείς» με γρηγοράδα στις κινήσεις και αποδοτικότητα και σε « ελαφρείς » άνδρες μετρίου αναστήματος και ευκίνητους. Δύο θεριστές εξυπηρετούνται από τέσσερις γυναίκες που δεματιάζουν. Στο ρόλο του λαγού , ο ελαφρύς θεριστής χρησιμοποιούσε το δρεπάνι του για δόντια και ο βαρύς στο ρόλο του κυνηγού , το δρεπάνι του για ντουφέκι. Και οι δύο έπρεπε να πατούν στον όργο τους. Ο λαγός με πολύ γρήγορες κινήσεις άνοιγε με το δρεπάνι του ένα ελικοειδή δρόμο , ενώ το σώμα του το έκρυβαν τα αθέριστα στάχυα που άφηνε κατά διαστήματα με τέχνη περισσή. Έτσι αλλού πλάταινε τον δρόμο του και αλλού απότομα τον στένευε, αλλάζοντας κατεύθυνση , προσπαθώντας να κάνει τον κυνηγό να χάσει τα ίχνη του… Ο κυνηγός με μεγάλες δρασκελιές και ανάλογες δρεπανιές και προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο , προχωρούσε , πάντοτε όμως κοιτάζοντας κλεφτά προς το μέρος του λαγού. Ο λαγός έβοσκε κόβοντας με τα γρήγορα δόντια του το σιτάρι, φτιάχνοντας μεγάλη πλατεία. Ο κυνηγός , αφού ευθυγράμμιζε τον δρόμο του, άρχιζε να προχωρεί προς την πλατεία του λαγού κι όταν έφθανε σε απόσταση βολής , ύψωνε το όπλο του, το έβλεπε ο λαγός, έκανε τρομαγμένος να πηδήσει… και τα βόλια ( στάχυα ) χτυπούσαν τον λαγό , που έπεφτε κάτω. Ο κυνηγός πλησίαζε και βεβαιωνόταν. Το παιχνίδι τελείωνε , και μαζί κυνηγός και « αναστημένος » λαγός θέριζαν όσο σιτάρι είχαν ανακατέψει με τις κινήσεις τους.
Η εργασία αυτόν τον μήνα δεν άφησε τον αγρότη καιρό για μεγάλες γιορτές και πανηγύρια. Ωστόσο έπερναν σαν αφορμή την θερινή τροπή του ήλιου ( 21 Ιουνίου ) που θεωρούνταν σημαντική και πολλές φορές επικίνδυνη καμπή στο χρόνο. Έτσι ζητούσαν τρόπους να προφυλαχτούν από κάθε είδος κίνδυνου κι όλα τα αρχαία έθιμα συνδέθηκαν μ αυτήν την μέρα και με το Γενέθλιο του Ιωάννου του Προδρόμου ( 24 Ιουνίου )
Το θερινό λιοτρόπι που συμβαίνει να είναι η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου δημιούργησε πλήθος παρατηρημάτων και δοξασιών. Ο μήνας του Αϊ Γιαννιού του Λαμπαδιάρη που γιορτάζεται με φωτιές, όπως κι η αρχαία Ήρα , είναι αυτός που σηματοδοτεί τον ήλιο που αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση στο φως , μέχρι να φτάσει στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ετήσιου κύκλου στις 21 Δεκεμβρίου , την πιο μικρή μέρα , τη μέρα με το λιγότερο φως. Την μέρα αυτή ( 21 Ιουνίου ) σηκώνονταν νωρίς το πρωί για να δουν τον ήλιο να γυρίζει σαν μύλος ή σαν τροχός ή διανυχτέρευαν όλη την προηγούμενη νύχτα σε ομάδες τρώγοντας, πίνοντας και χορεύοντας και μόλις χάραζε έβαζαν τη μαγείρισσα μέσα στο καζάνι , περνούσαν ξύλα από τα χέρια του καζανιού και το σήκωναν τέσσερις άνδρες. Οι άλλοι χόρευαν και με το χορό τους πήγαιναν ίσαμε την εξοχή . Εκεί περίμεναν να βγει ό ήλιος να δουν πως γυρνά εκείνη την μέρα και πάλι με χορό γύριζαν πίσω και πήγαιναν στην εκκλησιά . Την ημέρα αυτήν δεν άρχιζαν καμία δουλειά, δεν έκοβαν ρούχα, δεν φύτευαν, δεν άρχιζαν σπορά δεν έκαναν γάμο.
Το ίδιο γινόταν την ημέρα του Αϊ Γιαννιού με αποκορύφωμα τις φωτιές που άναβαν στους δρόμους ή μπροστά από κάθε σπίτι με καλαμιές ή παλιά κοφίνια ή τρεις φωτιές τις οποίες πηδούσαν και ταυτόχρονα έλεγαν:
Όξω ψύλλοι και κοριοί ,μέσα η ρόγα η χρυσή ή να πηδήσω τη φωτιά, μη με πιάσει η αρρωστιά.
Σε κείνη τη φωτιά καίγεται και το στεφάνι της Πρωτομαγιάς που η στάχτη της μεταχειριζόταν σε αποτρεπτικούς και μαντευτικούς σκοπούς. Οι μαντείες πολλές την Παραμονή του Αϊ Γιαννιού του Ριζικάρη . Την τύχη του κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα της νέας κοπέλας την φανέρωνε ο κλήδονας. Η λέξη είναι η ίδια με την αρχαία « Κληδόνα » που δήλωνε τη φωνή που τυχαία ακούει κάποιος και βγάζει απ αυτήν ένα μάντεμα , ο σημερινός κλήδονας όμως είναι καθαρή κληρομαντεία .
Ο Ιούνιος παραμένει στην μνήμη μας ο μήνας του αμίλητου νερού, του καθαρού και ξάστερου ουρανού ,της Πεντηκοστής δηλαδή της Ελπίδας. Είναι ο μήνας που κλείνουν τα σχολεία. Αρχίζουν οι καλοκαιρινές διακοπές , η ξεγνοιασιά, η ανεμελιά , τα πρώτα ώριμα καρπούζια, τα κεράσια, τα χνουδωτά βερίκοκα ,τα ροδάκινα και τα σύκα . Είναι η απαρχή του καλοκαιριού κι όπως πολύ χαρακτηριστικά λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος :
Καλοκαίρι, τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
Μια πλημμύρα των καρπών στάρι και μέλι
Στων σπασμών του το απόλυτο αστέρι
Καλοκαίρι, μες στα κόκκινα της Δύσης που ανατέλλει
Παροιμίες για τον Ιούνιο
Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή.
Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε.
Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι.
Από το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
Θέρος , τρύγος , πόλεμος και στο αλώνισμα χαρές.
Από την αρχή του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.
Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαίρονταν.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν.
Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι.
Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι,
αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν” καλοκαιράκι.
Πηγές :
Σύμμεικτα αγροτικά έθιμα, Μόδεστου Σαμαρά, 1953
Η Οδύσσεια των ημερολογίων, Στράτος Θεοδοσίου – Μάνος Δανέζης, εκδ. Δίαυλος, 1995
Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας , Γ.Α. Μέγα, Αθήνα 1963
Μουσείο Μπενάκη, Παραδοσιακές καλλιέργειες, Αθήνα 1978