“Είμαι στην παραλία. Στη διπλανή ξαπλώστρα μία μαμά με το 3χρονο παιδάκι της. Το παιδί έχει ένα κουβαδάκι και το γεμίζει άμμο και πέτρες.
“Μαμά, θέλεις να βάζεις κι εσύ τις πέτρες μέσα;” ρωτάει το παιδί.
“Α! όχι, όχι! Πονάει το χέρι μου.”, απαντά η μαμά.
Και σκέφτομαι: Γιατί δεν του λέει αυτό ακριβώς που θέλει;
Είναι προφανές ότι ο πόνος του χεριού (του ενός χεριού) δεν είναι αυτό που την εμποδίζει να βάζει πέτρες στο κουβαδάκι. Θέλει για λίγο την ησυχία της, θέλει απλά να απολαύσει τον ήλιο και τη θάλασσα. Θέλει να ξεκουραστεί.
Δεν θέλει να παίξει με το παιδί της ή δεν θέλει τώρα, αυτή τη στιγμή. Είναι τόσο απαράδεκτα όλα αυτά ώστε να μην τα επικοινωνήσει;
Εκείνη πιθανόν αισθάνεται τύψεις κι έτσι χρησιμοποιεί μια δικαιολογία.
Τι ζήτησε το παιδί: να παίξει η μαμά μαζί του.
Τι απάντησε στην ουσία η μαμά: δεν θέλω να παίξω μαζί σου, αλλά φοβάμαι να σου το πω, δεν ξέρω αν είναι σωστό να σου το αρνούμαι, σου λέω ψέματα για να το αποφύγω.
Τι άκουσε το παιδί: η μαμά δεν θέλει να παίξει μαζί μου αλλά δεν μου το λέει. Χρησιμοποιεί μια δικαιολογία για να με αποφύγει. Μάλλον δεν είναι σωστό που δεν θέλει να παίξει μαζί μου.
Το παιδί δεν αντέδρασε στην άρνηση της μαμάς και συνέχισε να παίζει αμέριμνο.
Δεν θα μου φαινόταν ωστόσο διόλου παράξενο, μια άλλη μέρα, όταν η μαμά του ζητήσει π.χ. να πλύνει τα δόντια του κι εκείνο θα είναι κουρασμένο, απασχολημένο με κάτι άλλο, νυσταγμένο…να της απαντήσει: “Α, όχι, όχι! Πονάει το χέρι μου”.
-Πόση κούραση κρύβει αυτό το σχόλιο! Και φυσικά δεν μπορώ να βγάλω συμπεράσματα από ένα περιστατικό και μόνο. Δεν είναι η πρόθεσή μου να κρίνω τη μαμά.
Θέλω μόνο να σας ενθαρρύνω να λέτε την αλήθεια σας στα παιδιά σας, γιατί ούτως ή άλλως την αισθάνονται. Αλλά και να επιτρέπετε αν όχι να διεκδικείτε στιγμές ανάπαυσης για τον εαυτό σας. Οι μαμάδες δεν χρειάζεται να είναι μάρτυρες.
“Δεν θέλω να παίξω μαζί σου τώρα γιατί χρειάζομαι να ξεκουραστώ και θέλω να απολαύσω τον ήλιο. Μπορούμε να παίξουμε μαζί μετά το βραδινό μας”.”
Πηγή:
Διαβάστε επίσης:
Δολοφονία 17χρονης Νικολέτας: «Είχε συνεργούς ο δράστης. Τη ζήλευε, είχε κόμπλεξ κατωτερότητας»