“Ένα παιδί δεν μπορεί να μάθει έχοντας μια κάμερα από πάνω του”: Η άποψη μιας δασκάλας που θα συζητηθεί

Το ζήτημα της ζωντανής αναμετάδοσης του μαθήματος απασχολεί έντονα την εκπαιδευτική κοινότητα, οι γονείς διχάζονται και επικρατεί ένας αναβρασμός για το τι μέλλει γενέσθαι.

Η δασκάλα Νάσσια Χολέβα, στο κείμενο που ακολουθεί, εκφράζει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εφαρμοστεί το μέτρο της αναμετάδοσης του μαθήματος.

Η ανάρτηση της εκπαιδευτικού

Δουλεύω περίπου 15 χρόνια στην εκπαίδευση, τυπική και μη τυπική.
60 περίπου σχολεία, στο άκουσμα των οποίων γέλασε κι ο Michalis, είναι μόνο τα δημόσια που εργάστηκα ως ωρομίσθια και αναπληρώτρια. Προσθέτω μερικά ιδιωτικά, κάποιες δεκάδες σχολείων που συνεργάστηκα ως εξωτερική συνεργάτης για ετήσια εκπαιδευτικά προγράμματα και συλλόγους γονέων, καθώς και άπειρα σχολεία που μας προσέφεραν το χώρο τους για επιμορφώσεις εκπαιδευτικών εκτός σχολικού ωραρίου.

Έχουν περάσει από μπροστά μου (και συνεχίζουν ακάθεκτα) κάποιες δεκάδες χιλιάδες μαθητών/εκπαιδευομένων, όλων των ηλικιών.

Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχω δει παιδί να αναποδογυρίζει θρανίο σε έξαρση θυμού, να εκσφενδονίζει μολύβι το μάτι άλλου, να τραβάει, να χτυπάει, να φτύνει, να χτυπιέται στον τοίχο γιατί δεν έχει πάρει την αγωγή του για μια πάθηση που η οικογένεια έχει το δικαίωμα να μην με ενημερώσει λόγω ιατρικού απορρήτου, να ανοίγει ξανά την πληγή στο γόνατό του για να με κατηγορήσει ότι το χτύπησα, να βρίζει, να υποτιμάει τον διπλανό του, να βρίζει εμένα, να χτυπάει την δασκάλα παράλληλης στήριξης που κάθεται δίπλα του (για όσους δε γνωρίζετε, είναι η δασκάλα που έχει τοποθετηθεί εκεί γι αυτό το παιδί ακριβώς και το έχει στο ραντάρ της όλη μέρα), να κλαίει με παράπονο, να κλαίει από ανασφάλεια, να κλαίει από πείνα, να κλαίει γιατί «χτύπησε στη σκάλα το πρωί όπως ερχόταν στο σχολείο» και άλλα πολλά, πολλά κλάματα.

Έχουν περάσει παιδιά μέσα στη λάσπη που δεν έχουν βρύση στο σπίτι τους να πλυθούν, και πλένονται στο νιπτήρα του σχολείου μετά από επιμονή κάποιου δασκάλου. Αγόρια που κλαίνε επειδή δεν έχουν πέδιλα και έχουν φορέσει της αδερφής τους τα ροζ, με αποτέλεσμα να γελάει μερίδα άλλων μαθητών.

Παιδιά που τα έχουν κάνει πάνω τους μέσα στην τάξη, είτε από ανασφάλεια, φόβο και αίσθημα αποτυχίας, είτε γιατί δεν πήγαν στην τουαλέτα επειδή το παιχνίδι ή το μάθημα εκείνη τη στιγμή τους συνάρπαζε. Και κάποια από αυτά δεν είχαν τη δυνατότητα να αλλάξουν ρούχα μέχρι να σχολάσουμε.

Παιδιά που δεν μπορούν να διαβάσουν γιατί όταν κοιτούν το χαρτί τα γράμματα χοροπηδάνε, και κομπιάζουν σε κάθε συλλαβή, καθυστερούν, κι όσο καθυστερούν μπροστά στους άλλους τόσο αγχώνονται, κι όσο αγχώνονται κομπιάζουν περισσότερο. Παιδιά που πετάγονται από την τάξη και τρέχουν δάσκαλοι να τα κυνηγούν, προτού ξανακλωτσήσουν τον κάδο του σχολείου έξω από το γήπεδο, στο χαντάκι. Παιδιά που όταν δεν καταλαβαίνουν ή όταν ανεβαίνει η ένταση της φωνής κάποιου (για τον οποιονδήποτε λόγο) αυτοτραυματίζονται με γρήγορα επαναλαμβανόμενα χτυπήματα στο κεφάλι ή κρύβονται κάτω από το θρανίο.

Έχουν περάσει παιδιά που στη δασκάλα τους επιτέλους μίλησαν για την σεξουαλική κακοποίηση από μέλος της άμεσης οικογένειάς τους, και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους όπως προβλέπεται, με τις κοινωνικές υπηρεσίες από δίπλα.

Παιδιά που το μόνο που έχουν γνωρίσει είναι η σωματική, ψυχολογική και συναισθηματική βία και αυτό είναι που ζητούν κι από σένα για να αισθανθούν ότι τα προσέχεις. Παιδιά που κρύβουν με μεγάλη επιτυχία το ότι δε γνωρίζουν τη γλώσσα, με το να περιθωριοποιούνται στο πίσω θρανίο και τραβώντας την προσοχή με τα πειράγματα ή την παραβατική τους συμπεριφορά.

Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις είναι πραγματικές και έχουν περάσει από μια δική μου τάξη. Όχι μόνο δεν υπερβάλλω, αντίθετα, αυτές είναι ένα ελάχιστο ποσοστό από όλες όσες αντιμετωπίζω κι εγώ και όλοι οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί.

Όσοι δεν έχετε μπει ποτέ σε τάξη ως ενήλικες εξωτερικοί παρατηρητές της μαθησιακής διαδικασίας (και μην ακούσω τη γνωστή δικαιολογία «έχω υπάρξει μαθητής και θυμάμαι από τους καθηγητές μου…» -κι εγώ έχω ζήσει σε σπίτια, αλλά δεν ξέρω πώς χτίζονται) μην γελιέστε: όλα αυτά δεν συμβαίνουν στην καθημερινότητα του εκπαιδευτικού, εκτός από το μάθημά του. ΑΥΤΑ
ΕΙΝΑΙ το μάθημά του.

Το γνωστικό έρχεται τελευταίο, λυπάμαι που σας ξενερώνω. Δεν θα επανεφεύρουμε τώρα στη συζήτηση μαθησιακές διαδικασίες που εδώ και ενάμιση αιώνα τουλάχιστον έχουν δείξει και αποδείξει και στην πράξη, και στη θεωρία, και στην έρευνα, πώς συμβαίνει και δημιουργείται η μάθηση. Αν κάποιος δεν τις γνωρίζει δε μπορεί να φέρνει την κοινή (του) λογική και άγνοια στο τραπέζι της συζήτησης για κάμερες και άλλα δαιμόνια, και να αξιώνει ισότιμη θέση σε αυτό. Να πάει να διαβάσει, να μάθει, να δει, και να ακούσει πρώτα.

Ένα παιδί για να μάθει πρέπει να αισθανθεί ασφάλεια, και σίγουρα όχι έναν προβολέα από πάνω του όταν θα έρθει η ώρα να πειραματισθεί, να δοκιμάσει, να πει κάτι που δεν είναι σίγουρος ότι γνωρίζει.

Πρέπει να αισθανθεί αποδοχή, ότι αυτό που είναι, αρκεί. Πρέπει να αισθανθεί εμπιστοσύνη, ότι η αδυναμία του δεν θα γίνει αντικείμενο χλευασμού ή σχολιασμού. Κι ότι θα παραμείνει στο πλαίσιο της τάξης ή της στιγμής που το είπε. Ότι όταν θα καταφέρει κάτι, θα αναγνωριστεί. Ότι θα αισθανθεί όλα τα πιθανά συναισθήματα, από την αποτυχία και την απώλεια, μέχρι την επιτυχία και την ευτυχία, σε ένα πλαίσιο που θα του επιτρέψει να τα αισθανθεί, να τα βιώσει, να μαθει να τα διαχειρίζεται. Πρέπει επίσης να αισθανθεί μέλος μιας ομάδας, γιατί, δεν ξέρω αν το έχετε ακούσει ποτέ, η μάθηση είναι και συλλογική διαδικασία.

Και για να μεταστραφεί έστω και λίγο, μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, δεν φτάνει μόνο ένας δάσκαλος – χρειάζεται ένας στρατός και μάλιστα με σύμπνοια (δάσκαλοι, καθαρίστριες, διευθυντές, φύλακες, υπεύθυνοι κυλικείου, σύλλογος γονέων, συμμαθητές κ.ά.).

Θα έβαζε κανείς το παιδί του, ή και τον εαυτό του όταν ήταν μαθητής, σε μια διαδικασία οπτικοακουστικής παρακολούθησης της αυθόρμητης παρουσίας του στην τάξη και στη διαδικασία μάθησης, ειδικά όταν αυτή η διαδικασία δε μπορεί να ελεγχθεί από πουθενά, όσον αφορά το ποιους αποδέκτες έχει, αν μπορεί να καταγραφεί (και άρα αναπαραχθεί σε άλλο χρόνο, με άλλους αποδέκτες), σχολιαστεί, χρησιμοποιηθεί για άλλους λόγους καλοπροαίρετους ή κακοπροαίρετους; Και δε μιλάω για χάκερς που θα μπουν κρυφά. Μιλάω για αυτιά και μάτια που βρίσκονται ήδη μέσα στο σπίτι των μαθητών που θα παρακολουθούν από τις κάμερες.

(Ίσως σε επόμενο κείμενο παραθέσω μερικές περιπτώσεις από συμπεριφορές γονέων στο σχολείο, που σίγουρα δεν θα ήθελαν να υπάρχει καταγραφή τους: σχολιασμός του ενός μαθητή ή του άλλου, αποψάρες για το σε ποιο τμήμα πρέπει να είναι το τάδε παιδί αφού χτυπάει, το αν ο δάσκαλος δίνει πολλές φωτοτυπίες, ή το τι σόι δάσκαλος είναι αφού ΔΕΝ δίνει φωτοτυπίες, και άλλα πολλά όμορφα.)

Δεν λέω ότι όλα τα μέχρι τώρα είναι σωστά. Προφανώς και υπάρχει μεγάλο κομμάτι λάθους στο κομμάτι της εκπαίδευσης, χρόνια τώρα.

Αλλά 2 λάθη δεν κάνουν ένα σωστό – ούτε η ύπαρξη ενός λάθους μπορεί να είναι δικαιολογία για να φτιάξουμε συντεταγμένα και με τροπολογίες βολικές, άλλο ένα.