Απαγωγές παιδιών και κοιμισμενες βασιλοπούλες, γιαγιάδες που τις τρώνε οι λύκοι και φυσικά δράκοι είναι βασικοί πρωταγωνιστές στα κλασικά παραμύθια.
Υπάρχουν παιδιά που παρά το γεγονός ότι έχουν φτάσει στο Λύκειο, ή είναι ακόμη και ενήλικες, εξακολουθούν να θυμούνται ότι τα τρόμαζε υπερβολικά κάποιος κακός ήρωας παραμυθιού. Γιατί όμως συνεχίζουμε να διαβάζουμε στα παιδιά μας τρομαχτικά παραμύθια;
Κι αν το μυαλό μας πάει αυτόματα σε ιστορίες των αδερφών Γκριμ, ή αντίστοιχα παραμύθια, αξίζει να αναφέρουμε ότι δεν είναι μόνο οι κλασικές ιστορίες που μπορεί να τρομάζουν τα παιδιά μας. Το ίδιο τρομακτικά είναι τα παραμύθια, οι αφηγήσεις της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, που μιλάνε για στοιχειωμένα σπίτια, βρύσες που όποιος έπινε νερό το βράδυ έχανε τη μιλιά του, δάση που μαρμάρωναν όποιον πέρναγε από αυτά, καλικάντζαρους που κλέβαν τις όμορφες κοπέλες και τις έσερναν στα λαγούμια της γης, και νεράιδες που φύλαγαν τα περάσματα. Ιστορίες που είχαν την απαιτούμενη ομίχλη, το σκοτάδι, το φόβο, το κρύο, την ερημιά κάτι που σίγουρα δεν είναι η καλύτερη παρέα για έναν ήρεμο ύπνο για τα παιδιά.
Γιατί τα κλασικά παραμύθια είναι τόσο «σκοτεινά»;
Τα παραμύθια που αρχικά συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύθηκαν ως τα παραμύθια των Γκριμ συχνά θεωρούνται πολύ σκοτεινά για να απευθύνονται στα παιδιά. Και είναι αλήθεια, δεν δημιουργήθηκαν με γνώμονα τα παιδιά, αρχικά. Τα παραμύθια που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία, συμπεριλαμβανομένων των κλασικών της Χιονάτης και της Σταχτοπούτας και άλλες ιστορίες και που μεταφέρθηκαν αργότερα σε ταινίες της Disney, ήταν αρχικά λαϊκές ιστορίες που απευθύνονταν σε ενήλικες. Στην πορεία του χρόνου, κάπου στη βικτωριανή εποχή, οι τρομαχτικές και διδακτικές (;) αυτές ιστορίες, εξευγενίστηκαν και εξελίχθηκαν σε ιστορίες για παιδιά.
Και αν κάποια παραμύθια είναι τόσο τρομαχτικά, γιατί τα διαβάζουμε διαχρονικά στα παιδιά;
Σε έρευνα του ΒΒC, οι μισοί από τους 2000 γονιούς που ρωτήθηκαν σχετικά με το αν θεωρούν τρομακτικά τα παραμύθια που διάβαζαν στα παιδιά τους, απάντησαν πως ναι είναι πολύ τρομακτικά ειδικά για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ειδικοί, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι οι σκοτεινές και τρομακτικές ιστορίες δίνουν στα παδιά τα ψυχικά εργαλεία να να αντιμετωπίσουν τους δικούς τους φόβους.
Το να χάσουν τους γονείς τους, να μείνουν μόνα τους, αποτελούν βασικό και διαχρονικό άγχος για πολλά παιδιά. Ακόμη κι αν δεν εκφράζεται, το άγχος αυτό εκδηλώνεται στην καθημερινότητα με το άγχος του αποχωρισμού ή την πεισματική προσπάθεια του παιδιού να παραμείνει ξύπνιο ακόμη κι αν νυστάζει. Τα παραμύθια, μέσα από την εξέλιξη της περιπέτειας, προσφέρουν τελικά στα παιδιά ένα καλό τέλος. Ο ήρωας ή η ηρωίδα στην αρχή βασανίζονται και ταλαιπωρούνται.
Και έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα…
Στο τέλος, όμως, το καλό πάντα νικάει και οι χαρακτήρες των παραμυθιών «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Ίσως είναι αυτό το καλό τέλος που δρα κατευναστικά στους φόβους και τις ανησυχίες των παιδιών, που τους δίνει την απαραίτητη ελπίδα και αισιοδοξία. Ίσως τα παιδιά, σαν τους ήρωες του παραμυθιού, νιώθουν ότι θα βρουν τη δύναμη, θα έχουν την εξυπνάδα και το θάρρος και στο τέλος θα νικάνε όλα τα τέρατα – του παραμυθιού αλλά και του μυαλού τους.
Προφανώς βέβαια, κάθε παιδί και κάθε γονιός είναι ξεχωριστοί… Αν κάποιο παιδάκι φοβάται και ξαγρυπνά με τα κλασικά παραμύθια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να του τα διαβάζουμε. Στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία υπάρχουν αντίστοιχα αριστουργήματα, παραμύθια αστεία και ευχάριστα που περνάνε θετικά μηνύματα και διασκεδάζουν τα παιδιά μας.