Η μαθησιακή και σχολική ετοιμότητα του παιδιού με ΔΕΠ-Υ

Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής (ΔΕΠ-Υ) είναι η πιο κοινή ψυχιατρική διαταραχή στα παιδιά. Τα ποσοστά στο μαθητικό πληθυσμό κυμαίνονται από 3 μέχρι 8%. Από την άλλη, τα επιδημιολογικά ποσοστά της διαταραχής ποικίλουν, γεγονός που οφείλεται στα χαρακτηριστικά του πληθυσμού που συμμετέχουν στην έρευνα (ηλικία, φύλο, σχολείο, πόλη), στον τρόπο διάγνωσης της διαταραχής και στο πόσο αυστηρά εφαρμόζονται τα διαγνωστικά κριτήρια. Η ΔΕΠ-Υ χαρακτηρίζεται από μικρό εύρος προσοχής, υπερκινητικότητα, παρορμητικότητα και δυσκολία οργάνωσης και ελέγχου της συμπεριφοράς. Τα συμπτώματα αυτά δυσκολεύουν σημαντικά την ακαδημαϊκή επίδοση και τις κοινωνικές δεξιότητες του παιδιού.

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ακαδημαϊκή επίδοση είναι φανερό ότι η συμπτωματολογία της ΔΕΠ-Υ παρεμποδίζει την ανάπτυξη εκείνων των συμπεριφορών που προωθούν τη μάθηση στο σχολικό περιβάλλον. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ κατέχουν τις δεξιότητες ώστε να ανταποκριθούν στις μαθησιακές απαιτήσεις, αλλά δεν τις χρησιμοποιούν συστηματικά και αποτελεσματικά (Dupaul & Stoner, 2003). Επιπλέον, αρκετές είναι οι έρευνες που υποστηρίζουν ότι η ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει υψηλά ποσοστά συνοσηρότητας με τις Μαθησιακές Δυσκολίες και ειδικότερα με τη Δυσλεξία, τα οποία φτάνουν μέχρι και το 45% (π.χ. DuPaul, Gormley, & Laracy, 2013). Έχει βρεθεί ότι οι μηχανισμοί της προσοχής είναι βασικοί για την ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης αναγνωστικής ικανότητας (Reynolds & Besner, 2006) κάτι που εξηγεί και τα μεγάλα ποσοστά συνύπαρξης. Είναι φανερό ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ και η συνύπαρξη με μαθησιακές δυσκολίες επηρεάζουν σημαντικά την πορεία και την εξέλιξη του παιδιού κατά τη σχολική ηλικία αλλά και αργότερα την επαγγελματική και κοινωνική ενήλικη ζωή (Weiss & Hechtman, 1993) (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2012. 2016).

Από την άλλη, αναφορικά με τις κοινωνικές δεξιότητες του παιδιού και την προσαρμογή του στο σχολικό περιβάλλον, έχει βρεθεί ότι τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ συνήθως εμφανίζουν δυσκολίες στις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους, ενώ η κοινωνική τους επάρκεια παρουσιάζει αποκλίσεις (Van der Oord et al., 2005). Όπως υποστηρίχθηκε και με τις μαθησιακές δεξιότητες, έτσι και εδώ φαίνεται ότι τα παιδιά κατέχουν, κατά κύριο λόγο, επαρκείς κοινωνικές δεξιότητες τις οποίες, όμως, δυσκολεύονται να τις εφαρμόζουν σε συγκεκριμένες συνθήκες. Σε πολλές περιπτώσεις το παιδί με ΔΕΠ-Υ, εξαιτίας των κοινωνικών του δυσκολιών αλλά και της διασπαστικής του συμπεριφοράς, διατηρεί αρνητικές αλληλεπιδράσεις με τους άλλους γύρω του (συνομήλικοι, εκπαιδευτικοί, γονείς), με αποτέλεσμα να συσσωρεύει αρνητικές εμπειρίες που ενισχύουν την απογοήτευσή του και σταδιακά οδηγούν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση (Treuting & Hinshaw, 2001).

Παρατηρώντας, τόσο από τα ερευνητικά δεδομένα όσο και από την κλινική πράξη, τη σημαντική επιρροή που έχουν τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ στη ζωή του παιδιού και των άλλων γύρω του, το ενδιαφέρον στρέφεται στις παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση των μαθησιακών δεξιοτήτων, στη μείωση της διασπαστικής συμπεριφοράς και στην ενδυνάμωση της ικανότητας της προσαρμογής του παιδιού στα διάφορα πλαίσια. Σε αρκετές περιπτώσεις, κύριος στόχος των παρεμβάσεων αυτών αποτελεί η ενίσχυση των επιτελικών δεξιοτήτων οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά και τη σχολική απόδοση υποστηρίζοντας την οργανωμένη συμπεριφορά του ατόμου προς την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ΔΕΠ-Υ είναι μία χρόνια διαταραχή που απαιτεί διαρκή παρατήρηση και διαχείριση σε διάφορες φάσεις της ζωής του ατόμου.

Γενικά, η πιο ενδεδειγμένη θεραπευτική προσέγγιση για τη ΔΕΠ-Υ είναι η πολυπαραγοντική, η οποία περιλαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή, τις ποικίλες ψυχοκοινωνικές στρατηγικές διαχείρισης συμπτωμάτων (π.χ. συμπεριφορικές παρεμβάσεις, γνωστικές παρεμβάσεις ψυχοεκπαίδευση, συμβουλευτική) και τις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Κάθε εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης που δημιουργείται θα πρέπει να διαμορφώνεται σε συνεργασία με το παιδί, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς και να λαμβάνει υπόψη (α) τις ιδιαίτερες ανάγκες και τις προτιμήσεις του παιδιού, καθώς και τις συνθήκες της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου, (β) τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, τις εκπαιδευτικές δυσκολίες και τις συνοσηρές διαταραχές που συνυπάρχουν και τέλος, (γ) την καταλληλότητα της παρέμβασης για το άτομο και την οικογένειά του λαμβάνοντας υπόψη το κατά πόσο η οικογένεια μπορεί να την αποδεχτεί και να την υποστηρίξει.

Συνοπτικά, η ΔΕΠ-Υ είναι μία διαταραχή που διαγιγνώσκεται σε σημαντικό ποσοστό στην παιδική και εφηβική ηλικία και η οποία επηρεάζει με πολλούς τρόπους πολλαπλούς τομείς της ζωής του παιδιού. Η έγκαιρη παρέμβαση είναι μεγάλης σημασίας και ένας θετικός προγνωστικός δείκτης της πορείας της διαταραχής.

Ζηκοπούλου Όλγα,

Ψυχολόγος