Λέγεται “intensive parenting” και είναι αυτό που οι περισσότεροι γονείς κάνουμε φέτος (και τα έχουμε παίξει)

Τους βγάλαμε off τους παππούδες φέτος, για να τους προφυλάξουμε -και πολύ καλά κάναμε. Πολλοί αποφύγαμε και τις νταντάδες (οι πολλές συναναστροφές είναι επικίνδυνες, μας λέει ο κ. Χαρδαλιάς). Ως εκ τούτου, όσοι μπορούμε δουλεύουμε από το σπίτι, αλλάζουμε ή μειώνουμε τα ωράριά μας, σταματάμε και πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών (στο πλαίσιο και πάλι των μειωμένων επαφών) και καταλήγουμε να περνάμε με τα παιδιά μας περισσότερες ώρες από ποτέ -εντάξει, όχι από ποτέ, αλλά σίγουρα από κάθε άλλο Φθινόπωρο που ήταν πάντα η πιο παραγωγικά δραστήρια εποχή!

Η πανδημία μας έβαλε, θέλοντας και μη, σε συνθήκες “intensive parenting”, μία κατάσταση που διακατείχε πολλούς γονείς καιρό τώρα, όμως όσο ο κοινός χρόνος με το παιδί αυξάνεται λόγω της αυξημένης παραμονής του στο σπίτι, τόσο πιο εξαντλητική γίνεται.

Ο όρος είναι -βέβαια- αμερικάνικος και σημασιολογικά είναι ένα σκαλί πάνω από το “helicopter parenting”, για το οποίο έχουμε μιλήσει και στο παρελθόν. Για την ακρίβεια, αναφέρεται στους γονείς που αφιερώνουν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους αποκλειστικά στο μεγάλωμα των παιδιών τους.

Σύμφωνα με τον καθηγητή κοινωνιολογίας του Παν. Cornell Patrick Ishizuka, η μορφή αυτή ανατροφής περιγράφεται και ως “συντονισμένη καλλιέργεια”. Οι γονείς που την ακολουθούν επιδιώκουν να εγγράψουν το παιδί τους σε πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες, αλλά και να παίζουν μαζί του στο σπίτι, να κουβεντιάζουν, να το ρωτούν τι σκέφτεται και πώς νιώθει και να ανταποκρίνονται στην κακή συμπεριφορά του με συζήτηση και παραδείγματα. Στον αντίποδα αυτού, λέει ο ερευνητής, βρίσκεται η “φυσική καλλιέργεια”, κατά την οποία οι γονείς θέτουν κανόνες για την ασφάλεια του παιδιού, όμως μετά του παρέχουν ελαστικότητα να παίξει μόνο του ή με τους φίλους του, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τις δραστηριότητές του και, τέλος, του δίνουν σαφείς οδηγίες χωρίς πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης.

Πού νιώθετε ότι ανήκετε;

Για πολλούς από εμάς που, όπως περιγράψαμε παραπάνω, αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε σημαντικά τον οικογενειακό προγραμματισμό μας ένεκα πανδημίας, η κατάσταση φαίνεται να μας οδηγεί στην πρώτη κατηγορία. Σκεφτείτε το: Είμαστε εμείς πλέον που παραλαμβάνουμε το παιδί από το σχολείο, κουβεντιάζουμε μαζί του μέχρι να πάμε στο σπίτι για το πώς πήγε η μέρα του, του βάζουμε να φάει, πλένουμε τις μάσκες, τα παγούρια και τα τάπερ του, το βοηθάμε με τα μαθήματα (μαθαίνουμε κι εμείς ξανά Ιστορία και Γεωγραφία -κακό δεν το λες), του ετοιμάζουμε απογευματινό, δραστηριότητες πολλές δεν έχει φέτος (θα φροντίζαμε να είχε κάθε μέρα υπό άλλες συνθήκες), οπότε πολλά απογεύματα είμαστε ξανά εμείς που θα παίξουμε μαζί του ή έστω θα το πάμε μια βόλτα. Κατανοώντας, ότι τα παιδιά μας είναι γενικά πιεσμένα φέτος, προσπαθούμε να είμαστε πιο κατανοητικοί, πιο ψύχραιμοι μαζί τους, να κουβεντιάζουμε -να μη φωνάζουμε (το λένε και οι ψυχολόγοι)

Ποιο είναι το πρόβλημα, θα μου πείτε;

Καταρχάς αν είστε ειλικρινείς, θα παραδεχθείτε, ότι τα “έχετε παίξει”. Αν είστε ακόμα πιο ειλικρινείς, θα συμφωνήσετε με την παιδοψυχολόγο Bonnie Compton, η οποία λέει, ότι οι γονείς έχουν επιλέξει (και, σε έναν βαθμό, αναγκαστεί θα προσθέσω εγώ) να μεγαλώνουν τα παιδιά τους έτσι, από φόβο ότι διαφορετικά δεν θα τους παρέχουν τις καλύτερες δυνατές ευκαιρίες στη ζωή, τα τέλεια παιδικά χρόνια. Στη βάση, δηλαδή, αυτής της μεθόδου ανατροφής βρίσκεται ο φόβος.

Η ίδια εξηγεί: “Όσο περισσότερο ασχολούνται με το παιδί τους, τόσο περισσότερο έλεγχο πιστεύουν οι γονείς ότι έχουν, στο ίδιο το παιδί, στη συμπεριφορά του, στις καταστάσεις που μπορεί το παιδί να αντιμετωπίσει, στις φιλίες του, στο σχολείο κ.λ.π. Η ταυτότητά τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητά τους να είναι γονείς. Φοβούνται, ότι η επιτυχία του παιδιού και η συμπεριφορά του αποτελεί αντανάκλαση του πόσο καλοί γονείς είναι.”

Και παρόλο που η Compton συμφωνεί στο γεγονός, ότι είναι οφέλιμο να αφιερώνουμε χρόνο στο παιδί μας, ανησυχεί, ότι το “intensive parenting” δεν οδηγεί απαραίτητα σε μεγαλύτερη “σύνδεση” μαζί του, αν ο γονιός διακατέχεται από τον παραπάνω φόβο. “Οι γονείς τότε, επικεντρώνονται στο πώς να τα κάνουν όλα τέλεια στη ζωή του παιδιού, αντί να περνούν πραγματικά ποιοτικό χρόνο μαζί του.”

Ένας ακόμα προβληματισμός της ειδικού είναι, ότι η μέθοδος αυτή ανατροφής μπορεί να παρεμποδίζει το παιδί να αναπτύξει την μοναδική προσωπικότητά του. Δίνουμε στο παιδί τον χρόνο και τις ευκαιρίες να γίνουν τα ανεξάρτητα όντα που δικαιούνται να είναι; Τους δίνουμε, για παράδειγμα, την ευκαιρία να λύνουν μόνα τους τα προβλήματά τους; Να παίρνουν αποφάσεις; Να διαχειριστούν τη βαρεμάρα; Τα παιδιά, τα οποία πιστεύουν πως ολόκληρος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω τους, μπορεί να στρεσαριστούν τρομερά όταν χρειαστεί να μείνουν μόνα τους και κληθούν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής.

Ο Ishizuka, πάλι, ανησυχεί περισσότερο για τους ίδιους τους γονείς που “στρεσάρονται, αγχώνονται και θλίβονται, πιέζοντας ακόμα περισσότερο τον εαυτό τους στον ρόλο του γονιού. Για να μην αναφερθούμε στην ανταγωνιστικότητα με άλλους γονείς που τους επιβαρύνει ακόμα περισσότερο”.

Τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, λοιπόν, το “intensive parenting” που μας έχει “βρει” τους τελευταίους μήνες, ως μία ακόμα επίπτωση της πανδημίας, σε καλό δεν φαίνεται να μας βγαίνει, παρά μόνο εξαντλητικό μοιάζει να είναι για όλους. Ας πάρουμε, λοιπόν, όλοι μια βαθιά ανάσα εν όψει του φετινού χειμώνα, ας κατεβάσουμε λίγο ταχύτητες και ας συνειδητοποιήσουμε ότι τα παιδιά μεγαλώνουν και μέσα από τις αναποδιές. Αυτές, μάλιστα, είναι που τα κάνουν και πιο ανθεκτικά και πιο υπεύθυνα. Ας αναγνωρίσουμε όλο αυτό που μας έχει βρει φέτος ως μια μεγάλη αναποδιά και ας κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε -όχι που αντέχουμε.