Ο Λ. Μαχαιρίτσας αφηγείται τη ζωή του: “Θέλω να τραγουδάω, να είναι καλά η κόρη μου και να ζω αξιοπρεπώς”

Γεννήθηκα στον Βόλο. Ένα χρόνο μόνο πήγα εκεί σχολείο. Ο πατέρας μου έγινε διευθυντής της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας και ήρθαμε στην Αθήνα. Μεγάλωσα στα Πατήσια, στο Κολωνάκι και στην Πλάκα. Εκεί έζησα όλο το κόλπο, εκεί έφτιαξα και το πρώτο μου συγκρότημα τους PLG.

Έζησα τότε ρέμπελη ζωή γιατί ήταν άφραγκη. Εκ των υστέρων κουραστική όμως.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρονών πάλι τα ίδια θα έκανα, αλλά κάθομαι και σκέφτομαι ”πως άντεχα ρε παιδί μου…” Μου λείπει, τη βλέπω και με νοσταλγία.

Μετά τους ”Τερμίτες”, ένιωσα έξω από τα νερά μου γιατί είχα μάθει τόσα χρόνια να μοιράζομαι τα πάντα. Είχα σκεφτεί να πάω στον Βόλο και να ανοίξω ένα ωδείο.
Έλεγα: ”Ότι έκανες, έκανες. Ονειρευόσουν μικρός συγκροτήματα, περιοδείες, ε, δε γίνανε, έκλεισες”. Και ξαφνικά σκάει το ”Διδυμότειχο Μπλουζ” και έρχεται η επιτυχία στα ξεκάρφωτα.

Ο Διονύσης Τσακνής μου είπε: ”Δεν παίζουμε σ’ ένα μαγαζί μαζί;”
Και ξαφνικά συνειδητοποιώ, ότι από εκεί που ήμουν στο πουθενά
βρέθηκα σ’ ένα μαγαζί που ήταν ουρές απ’ έξω. Και άλλαξε η ζωή μου τελείως. Μπήκαν τα πράγματα σε μια ρότα.

Κι αυτό όμως με σκαμπανεβάσματα. Η ζωή είναι τοκογλύφος.
Δεν σου δίνει τίποτα απλόχερα. Στα δίνει κι από δίπλα στα παίρνει.
Αυτά που μου δίνονταν στη δουλειά συνέβαιναν συγχρόνως με προσωπικές τραγωδίες.

Πάντα έκανα τραγούδια και βαριά και light. Όταν κάνεις ένα δίσκο τα ‘χεις όλα μέσα.

Λογικό ήταν να ακουστεί και να γίνει επιτυχία το ”Ζηλεύω το μικρό σου το γατί”,
όπως και το ”Πεθαίνω για σένα” και να μην ακουστεί το ”Παυσίλυπο”
που είναι ένα δύσκολο τραγούδι που αγαπώ πολύ.

Η στιγμή της δημιουργίας είναι πολύ ωραίο πράγμα και η στιγμή που γράφεις ένα τραγούδι, η στιγμή που είσαι στο στούντιο και αρχίζεις να το βλέπεις να παίρνει σάρκα και οστά. Αυτά είναι τα δύο πράγματα που αξίζουν στη δουλειά. Τα χρήματα είναι ένα μέσο για να βιοπορίζεσαι.

Η διασημότητα δεν με ενδιέφερε ποτέ. Εντάξει, κέρδισα το να θέλω να μου βγει το διαβατήριο σε τρεις μέρες και να μου το στέλνουν οι άνθρωποι την επομένη.
Απ’ την άλλη, πας να φας σ’ ένα εστιατόριο, σε ένα νησάκι και είναι άνθρωποι που σε καρφώνουν και σου μετράνε τις μπουκιές.

Δε με άλλαξε η επιτυχία. Δεν αισθάνθηκα ποτέ καβαλημένος.
Δεν έχασα τα μυαλά μου. Έζησα και τις υφέσεις μου, αλλά και την απογείωση.

Θέλω να έχω διάθεση να τραγουδάω και να είναι καλά η κόρη μου.
Δεν έχω τις ματαιοδοξίες της αρχής. Θέλω απλώς να ζω αξιοπρεπώς.
Το θέμα είναι να μεγαλώνεις καλά.

Ένα τραγούδι που αγαπώ πολύ είναι: ”Τα νιάτα του έφαγε ο Στρατής”.
Όταν ήμουν πιτσιρικάς έπαιζα όλη μέρα στην κιθάρα
αυτό το τραγούδι και το τραγουδούσα.

Όταν πεθάνω, βρε Γιωργή
όταν σαλπάρω από τη γη
βάλε στην κάσα μου πανιά
βάλε της άλμπουρα, σκοινιά
πες πως ταξίδεψε κι αυτός
ο τυχερός, ο τυχερός.

Πηγή:
efsyn. gr – συνέντευξη στην Μαρία Μπειόγλου
planbemag. gr – συνέντευξη στη Μαρία Λυσάνδρου