Μήπως όμως κρύβει και κάποια αγκάθια; Μιλάει η παιδοψυχολόγος Νέλλη Θεοδοσίου
Η υιοθεσία είναι λεπτό και ευαίσθητο ζήτημα ενώ η απόφαση που παίρνει κάποιος είναι καθοριστική τόσο για τη ζωή του όσο και για τη ζωή του παιδιού. Η υιοθεσία δίνει τη δυνατότητα σε πολλούς ανθρώπους να γίνουν γονείς αλλά και στα παιδιά να μεγαλώσουν σε ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον. Αυτό αυτομάτως καθιστά τη διαδικασία ένα δώρο για όλους.
Τι συμβαίνει στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων όμως που αποφασίζουν να προχωρήσουν στη διαδικασία της υιοθεσίας; Το άγχος και η αγωνία είναι συναισθήματα φυσιολογικά αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι υπάρχουν ακόμα κι όταν ένα ζευγάρι περιμένει να έρθει στον κόσμο το βιολογικό του παιδί. Συχνά οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και ο χρόνος αναμονής κορυφώνουν τα όσα νιώθουν οι ενήλικες ενώ ελοχεύει πάντα ο φόβος «μήπως κάτι δεν πάει καλά».
Ακόμα όμως και τη στιγμή που οι γονείς υποδέχονται το νέο μέλος στην οικογένεια υπάρχουν σκέψεις που τους κατακλύζουν και για τις οποίες διαρκώς ψάχνουν απαντήσεις. Οι συνηθέστερες αφορούν το πότε πρέπει να αποκαλύψουν στο παιδί τους ότι είναι υιοθετημένο, πώς θα το πάρει κι αν θα αποφασίσει στο μέλλον να τους εγκαταλείψει. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο υπάρχει πάντα η απορία «θα είμαι το καλύτερο δυνατό πρότυπο γονέα για το παιδί μου;». Το τελευταίο ερώτημα ωστόσο αποτελεί επίσης άγχος για όλους τους γονείς ανεξαρτήτως με το αν έχουν φέρει στο κόσμο το βιολογικό τους παιδί ή μεγαλώνουν ένα παιδί που υιοθέτησαν.
Αν υπάρχει μια συμβουλή που καλό θα ήταν να την ακολουθήσουν όσοι έχουν υιοθετήσει παιδιά είναι η εξής :«Δείξτε σεβασμό στο παρελθόν του παιδιού σας και συμπεριφερθείτε φυσιολογικά». Πολλές και διαφορετικές είναι οι απόψεις για την ηλικία που πρέπει να μαθαίνει ένα παιδί ότι είναι υιοθετημένο. Επειδή, βέβαια, πρακτικά τα παιδιά που υιοθετούνται δεν είναι στη βρεφική ηλικία, αλλά μάλλον στη νηπιακή και στην παιδική. Για τον λόγο αυτό είναι σκόπιμο να είμαστε απευθείας ειλικρινείς μαζί τους. Μπορούμε να τους πούμε ότι δεν γεννήθηκαν από εμάς, αλλά πήγαμε σε ένα σπίτι αγάπης και θελήσαμε να γίνουν «τα παιδιά της καρδιάς μας».
Μεγαλώνοντας θα πρέπει να είμαστε ανοιχτοί και πρόθυμοι να απαντούμε στις απορίες τους και θα πρέπει να στηρίζουμε τυχόν αναζητήσεις τους, σε σχέση με τους βιολογικούς τους γονείς. Επιπλέον είναι σημαντικό η συμπεριφορά των γονιών προς τα υιοθετημένα παιδιά να μην είναι περισσότερο ελαστική, λόγω της κατάστασης, γιατί αυτό τα κάνει να αισθάνονται «διαφορετικά».
Πολλοί γονείς θεωρούν απειλή την ύπαρξη και την τυχόν «ανακάλυψη» των βιολογικών γονιών, όμως αυτή η ανησυχία και η ανασφάλεια είναι που στην πραγματικότητα δημιουργεί το πρόβλημα. Τα παιδιά εκλαμβάνουν αυτή την αμήχανη και ίσως αρνητική αντίδραση, ως μη σεβασμό των επιθυμιών τους. Ζητούν τη βοήθειά των γονιών τους, όπως θα τη ζητούσαν σε κάθε άλλη περίπτωση. Οι γονείς που έχουν υιοθετήσει ένα παιδί, πρέπει να γνωρίζουν και να μην υποτιμούν ποτέ την βαθιά και καίρια επιθυμία κάθε ανθρώπου να γνωρίζει ποιος είναι και από ποιους προέρχεται.