Τα παιδιά γεννήθηκαν για να πετούν ψηλά και να βλέπουν τον κόσμο με φακούς από ουράνιο τόξο

«Ξύπνα αγάπη μου, πρέπει να πάμε στο σχολείο»

«Μαμά, είδα ένα υπέροχο όνειρο!»

«Α, καλά, θα μου το πεις μετά, φάε το πρωινό σου τώρα»

«Μαμά, όταν γυρίσω από το σχολείο θα με βάψεις σαν την καλή μάγισσα;»

«Εντάξει. Τελείωνε με το χυμό σου όμως»

«Μαμά κοίτα, έτσι όπως με χτένισες μοιάζω με το μικρό πρίγκιπα!»

«Όντως. Είσαι έτοιμη;»

«Μαμά, αυτό το σύννεφο μοιάζει με ένα αμάξι με ρόδες από γκλίτερ»

«Τι όμορφο! Τα έβαλες όλα στην τσάντα;»

«Μαμά, όταν γυρίσω θα πάμε στο πάρκο;»

«Θα δούμε. Άντε, χτύπησε το κουδούνι. Γεια σου αγάπη μου, θα τα πούμε μετά»

Κάποια πρωινά με απεχθάνομαι γιατί είμαι τόσο κρύα και βαρετή. Θα ήθελα να είμαι πιο χαλαρή, αλλά το άγχος να προλάβω όλες τις υποχρεώσεις μου με μετατρέπει σε ένα ζωντανό «πάμε, πάμε, πάμε»..

Προσπαθώ με κάθε τρόπο να «απολογηθώ» το απόγευμα, αλλά δεν παύω να διερωτώμαι: ΄άραγε πότε χάθηκε ο τελευταίος κόκκος της μαγικής σκόνης; Ίσως αν ψάξω καλά, κάτι να βρω βαθιά στις τσέπες μου..

Τα παιδιά γεννιούνται πασπαλισμένα με τη μαγική νεραιδόσκονη, γεννήθηκαν για να πετούν ψηλά και να βλέπουν τον κόσμο με φακούς από ουράνιο τόξο. Εμείς οι ενήλικες με όλα τα «πάμε, γρήγορα, άντε, προχώρα», τα κρατάμε από τους αστραγάλους και τα εμποδίζουμε να πετάξουν.

Πρέπει να είναι πολύ καταπιεστικό για τα παιδιά να συναναστρέφονται με εμάς τους γονείς: όταν χτυπάει το ξυπνητήρι και αρχίζουμε το τρέξιμο, ξεχνάμε όλη τη μαγεία.

Κοσμαρίκου Αλεξάνδρα

Παιδίατρος