Ελληνική οικογένεια χωρίς παππού και γιαγιά μπορείτε να φανταστείτε;
Γράφει η Γεωργία Δρακάκη
Η συμβολή του παππού και της γιαγιάς στην ελληνική οικογένεια υπήρξε και εξακολουθεί να είναι καθοριστική, διαμορφώνοντας όχι μόνο την οικογενειακή δυναμική, αλλά και την πολιτισμική ταυτότητα των επόμενων γενεών. Παρά τις σύγχρονες κοινωνικές αλλαγές, οι παππούδες και οι γιαγιάδες εξακολουθούν να παίζουν ρόλους με βαθιά επιρροή στις ζωές των νέων γενεών.
Θα υπάρχουν παππούδες και γιαγιάδες στο μέλλον;
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες αποτελούν «ζωντανά αρχεία» πολιτισμού, μεταφέροντας παραδόσεις και αξίες μέσω διηγήσεων, εθίμων και προσωπικών ιστοριών. Ταυτόχρονα, λειτουργούν ως συναισθηματικά καταφύγια για τα εγγόνια, παρέχοντας στήριξη και ασφάλεια. Ο ρόλος τους ως φροντιστές είναι διαχρονικός, είτε στηρίζοντας τις πολυάσχολες οικογένειες των πόλεων είτε ως πυλώνες σταθερότητας σε περιόδους κρίσης.
Η σοφία τους συχνά τους καθιστά ηθικούς καθοδηγητές, ενώ η οικονομική τους υποστήριξη έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε δύσκολες περιόδους, όπως η μεταπολεμική Ελλάδα ή η πρόσφατη οικονομική κρίση. Επιπλέον, λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ γενεών, προσφέροντας συνέχεια και συνοχή στις οικογενειακές σχέσεις.
Τι αντικατοπτρίζουν οι αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας;
Και όμως, με την αλλαγή στον τρόπο ζωής και την απόκτηση παιδιών σε μεγαλύτερες ηλικίες, οι οικογενειακές δομές μετασχηματίζονται. Η έννοια του παππού και της γιαγιάς μπορεί να εξελιχθεί, διατηρώντας, όμως, τον πυρήνα της αγάπης και της φροντίδας. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπτρίζουν την προσαρμοστικότητα της ελληνικής οικογένειας, που παραμένει ζωντανή και ανθεκτική.
Έτσι, ακόμη κι αν η ηλικία των γονέων ανεβαίνει, πολλοί άνθρωποι ζουν περισσότερο και με καλύτερη υγεία. Έτσι, είναι πιθανό τα παιδιά να μεγαλώνουν έχοντας παππούδες και γιαγιάδες, απλώς σε πιο προχωρημένη ηλικία. Η απόκτηση παιδιών αργότερα στη ζωή μπορεί να σημαίνει ότι τα παιδιά δεν προλαβαίνουν να γνωρίσουν τους παππούδες τους ή να έχουν αρκετό χρόνο μαζί τους. Αυτό όμως δεν αναιρεί την έννοια της οικογένειας, αλλά αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο χτίζονται οι σχέσεις.
Σε πολλές περιπτώσεις, θείοι, θείες, φίλοι της οικογένειας ή ακόμη και οι γονείς των παιδιών μεγαλύτερης ηλικίας μπορεί να αναλάβουν έναν “παραδοσιακά παππουδίστικο” ρόλο στη ζωή των παιδιών. Το να υπάρχει λιγότερος χρόνος με τους παππούδες δε σημαίνει απαραίτητα ότι η σχέση δεν θα είναι σημαντική. Πολλοί άνθρωποι θυμούνται έντονα και αγαπούν παππούδες που ίσως δεν πρόλαβαν να ζήσουν για πολλά χρόνια. Η οικογενειακή δομή έχει αλλάξει πολλές φορές στην ιστορία. Ίσως, λοιπόν, στο μέλλον να δημιουργηθούν νέες μορφές οικογενειακής σύνδεσης που να μην εξαρτώνται από την ύπαρξη παππούδων όπως τους αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Σημαντικό είναι, όπως σημειώνει ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής Βασίλειος Κωνσταντινίδης, οι άνθρωποι να ακολουθούν τις πραγματικές τους επιθυμίες, μακριά από κοινωνικές επιταγές ή πιέσεις. Η ποιότητα των σχέσεων και όχι τα παραδοσιακά πρότυπα είναι αυτό που ορίζει την ευτυχία και την πληρότητα στις οικογένειες του μέλλοντος.
Όπως σημειώνει ο κύριος Κωνσταντινίδης: ‘’Οι υποχρεώσεις που έχουμε όλο το εικοσιτετράωρο σαν να έχουν επηρεάσει και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο ζωής που ζούμε αλλά και που μας απομένει. Αυτό βρίσκει εξαιρετική εφαρμογή και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και την ημερομηνία τεκνοποίησης. Θεωρούμε ότι όλα τα άλλα τα ασήμαντα πρέπει να γίνουν πρώτα και μετά να εστιάσουμε στη σχέση μας, στον άνθρωπό μας αλλά και στο αν θα κάνουμε παιδιά. Βέβαια, δε χρειάζεται όλοι να γίνουμε γονείς. Δεν είναι απαραίτητο να απαντάμε με θετικό τρόπο στην διαχρονική κοινωνική επιταγή που μας θέλει να είμαστε ευτυχισμένοι μόνο αν έχουμε δημιουργήσει οικογένεια με τον γνωστό, πατροπαράδοτο και πατριαρχικό τρόπο. Έτσι γεμίζουμε με γονείς 50άρηδες, σε μια ενδιάμεση ηλικία μεταξύ γονέα και παππού. Κατά πόσο είναι λειτουργικό αυτό; Η ενέργεια, βέβαια, του κάθε ανθρώπου είναι διαφορετική και μπορεί ένας πενηντάρης να ασχολείται πολύ πιο ποιοτικά με το παιδί του από έναν τριαντάρη. Όμως, θέτει ένα πιο σύντομο deadline συμβίωσης με το παιδί, πράγμα που φέρνει το τραύμα της απώλειας πιο νωρίς στη ζωή του παιδιού.
Όντως, σε λίγο καιρό θα υπάρχει πιο σπάνια ο παππούς και η γιαγιά και τα παιδιά θα χάνουν πιο συχνά την τρυφερή εμπειρία της φροντίδας από τους παραπάνω. Θα έχουν συνηθίσει να ζουν με μεγαλύτερους ανθρώπους, χάνοντας κάτι από τη ζωντάνια της ύπαρξης. Όμως, ποιος μπορεί να καθοδηγήσει και να καταδικάσει τις επιλογές των ανθρώπων; Αρκεί να κάνουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν και να μην τους παρασέρνουν τα καθημερινά άγχη, έτσι ώστε να εκτρέπονται μακριά από τις πραγματικές επιθυμίες τους…’’