Είναι πρωτόγνωρη η ανακούφιση που νιώθεις όταν εμβολιάζονται οι γονείς σου…

Πώς και πώς την περίμενα αυτή τη μέρα και όταν τελικά έφτασε η αγωνία και ο ενθουσιασμός μου δεν δαμάζονταν. Όταν γίνεσαι γονιός ξυπνούν μέσα σου ολοκαίνουργια, πρωτόγνωρα συναισθήματα λατρείας και προστατευτικότητας για το μικροσκοπικό σου πλασματάκι. Σιγά-σιγά μαθαίνεις να ζεις με αυτά και τελικά ξεχνάς πώς ήταν η ζωή σου στο παρελθόν. Ο τελευταίος χρόνος της πανδημίας, ωστόσο, μαζί με όλα τα αλλόκοτα που μας ανάγκασε να βιώσουμε, άνοιξε μέσα μας και ένα νέο παράθυρο συναισθημάτων για τους γονείς μας που βρέθηκαν εκείνοι ξαφνικά στη θέση του εύθραυστου και του μικροσκοπικού.

Από την πρώτη κιόλας ημέρα του lockdown, τον περασμένο Μάρτιο, θυμάμαι χαρακτηριστικά να ωρύομαι στο τηλέφωνο, στον μπαμπά μου, να σταματήσει να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ, να μην παίρνει την χρήση μάσκας αψήφιστα, να προσέχει ακόμα πιο πολύ. Ο καλός μου μπαμπάς, ο πάντα ψύχραιμος και λίγο δύσπιστος στα μέσα που αρέσκονται να σπέρνουν πανικό, δεν ήθελε ακόμα τότε να δει το μέγεθος του κινδύνου (και ίσως συγκριτικά με σήμερα να μην είχε τόσο άδικο). Όταν στο τέλος του τηλεφωνήματος με έπιασαν τα κλάματα, λέγοντάς του «θέλεις να πεθάνεις; Εμένα δεν με σκέφτεσαι;» κατάλαβα, ότι η κλεψύδρα της παιδικότητας είχε αναστραφεί μέσα μου ανεπιστρεπτί. Οι γονείς μου χρειάζονται πλέον την δική μου φροντίδα.

Από την πρώτη κιόλας ημέρα της διασπορά στην Ελλάδα τρέμω για τη ζωή των γονιών μου. Και έχω κάνει ό,τι περνά από το χέρι μου για να τους κρατήσω ασφαλείς. Τους έδειξα πώς να παραγγέλνουν τα ψώνια τους online, τους παρήγγειλα μάσκες κάθε είδους, μείωσα ακόμα και τις ώρες εργασίας μου για να μην περνούν καθόλου χρόνο με τα παιδιά μου, ώστε να μην κινδυνεύουν να νοσήσουν από αυτά. Οι επαφές μας μειώθηκαν στο ελάχιστο. Ούτε στις γιορτές τους μαζί, ούτε τα Χριστούγεννα, και στα γενέθλια των αγαπημένων τους εγγονιών για λίγο και φυσικά φορώντας μάσκες. Όταν μια μέρα ο μπαμπάς μου μού είπε ότι έχει συνάχι σφίχτηκε το στομάχι μου. Την επόμενη ευτυχώς του πέρασε.

Ξέρουμε, ότι αυτός ο ιός έχει διαλύσει κοντά 8.500 χιλιάδες οικογένειες σε όλη την Ελλάδα, εκατομμύρια στον κόσμο όλο. Ο θάνατος του μπαμπά καλής μου φίλης από κορωνοϊό έκανε τον κίνδυνο ακόμα πιο αληθινό. Πώς γίνεται να μην ανησυχεί κανείς για τους γονείς του;

Από την πρώτη κιόλας ημέρα που ξεκίνησαν οι εμβολιασμοί στην Ελλάδα αδημονώ για τη στιγμή που θα έφτανε η ώρα των γονιών μου. Και όταν αυτή ήρθε, είχα στηθεί από πολύ νωρίς για να τους «κλείσω θέση», όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα, με το εμβόλιο που ήξερα ότι ήθελαν. Όμως όταν έκλεισα και τους πήρα όλο χαρά να τους το ανακοινώσω, μου κακοφάνηκε που δεν μοιράστηκαν μαζί μου τον ίδιο ενθουσιασμό. Ανησυχούσαν. Ανησυχούσαν για τις ζωές τους, για την δική μου ζωή, και ενώ ήξεραν ότι το εμβόλιο ήταν κάτι που έπρεπε να κάνουν δεν έπαυαν να αγωνιούν για τις παρενέργειές του. Ακόμα και το να πάνε στο εμβολιαστικό κέντρο ήταν για εκείνους αγχωτικό –δύο μάσκες ο καθένας έβαλε! Όμως το έκαναν. Και η αγωνία μετριάστηκε και για εκείνους.

Πέρασαν πολλές ημέρες από τότε και οι γονείς μου είναι πλέον -θεωρητικά- ασφαλείς. Έρχονται ακόμα στο σπίτι μου με μάσκα. Όμως έρχονται. Και τα παιδιά μου τους αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό. Και, ναι, είμαστε ακόμα όλοι επιφυλακτικοί, όμως το γεγονός, ότι (κατά πάσα πιθανότητα) οι γονείς μου δεν θα πεθάνουν από κορωνοϊό, έφερε μια ανακούφιση στην ψυχή μου που δεν περιγράφεται με λόγια…

Ραγίζει η καρδιά μου για τις οικογένειες που έχασαν ένα αγαπημένο πρόσωπο από κορωνοϊό. Καταρρέω στη σκέψη πως αν και ο μπαμπάς της φίλης μου είχε προλάβει να εμβολιαστεί μάλλον θα ήταν μαζί της σήμερα, θα χαιρόταν το εγγόνι που σε λίγο καιρό θα του χαρίσει.

Ξέρω, ότι η πανδημία δεν έχει τελειώσει και ότι ο κίνδυνος είναι ακόμα ανάμεσά μας, όμως είναι αυτές οι μικρές νίκες, όσο προχωρά ο καιρός, που μας δίνουν κουράγιο να συνεχίσουμε. Αυτή η αγκαλιά στη μαμά μου, μετά και τη δεύτερη δόση του εμβολίου της…