«Ώς τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν’ αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μού ‘δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν’ αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα ‘βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε!
Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού ‘χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ’ αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ’ ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ’ το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
— Σαλεύει! Είναι ζωντανό!
Μαζεύτηκαν τα αδέλφια μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τί νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
— Για εσείς! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν’ αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε-πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ’ ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ’ ανοιχτά τρομαγμένα μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
— Νά, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν’ αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Πού να ‘ξερα πως σ’ ολόκληρο το βίο μου μ’ αυτήνα θ’ αντιπάλευα…» (Ματωμένα Χώματα, Διδώ Σωτηρίου)
Διδώ Σωτηρίου: Η γυναίκα που έζησε και έγραψε σε «Ματωμένα Χώματα»
Ήταν μία μέρα σαν σήμερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, όταν σε ηλικία 95 σπουδαία συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου, που έζησε και κατέγραψε με τρόπο μοναδικό τις μεγάλες ιστορικές περιπέτειες των Ελλήνων του 20ου αιώνα, περνούσε στην αιωνιότητα.
Γεννήθηκε το 1909, στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Γονείς της ήταν ο Ευάγγελος Παππάς και η Μαριάνθη Παπαδοπούλου. Αδερφή της ήταν η Έλλη Παππά, μετεπειτα δημοσιογράφος, συγγραφέας και σύντροφος του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη.
Στα 12 της οι γονείς της δίνουν τη Διδώ τους ευκατάστατους θείους της, καθώς δεν μπορούν να φροντίσουν πέντε παιδιά. Ένα χρόνο αργότερα η Μικρασιατική Καταστροφή και ο ξεριζωμός, αναγκάζει τη Διδώ και την οικογένειά της να καταφύγουν ως πρόσφυγες στον Πειραιά.
Σπούδασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ενώ για κάποιους μήνες ,το 1937, παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Στα 24 της χρόνια παντρεύτηκε τον μαθηματικό Πλάτωνα Σωτηρίου και Στα 26 της γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, Αντώνη Δούμα και στα 27 γίνεται αρχισυντάκτρια του περιοδικού «Γυναίκα». Καπνίζει, κάνει γυμνισμό, οδηγεί μοτοσυκλέτα, ντύνεται κοκέτικα…
Η Διδώ Σωτηρίου συνεργάστηκε και με τις εφημερίδες «Νέος Κόσμος» και «Ριζοσπάστης», ως αρχισυντάκτρια από το 1944 ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αποτέλεσε μέλος της Αντίστασης.
«Το χάδι του κόσμου το εισπράττω. Οι άνθρωποι της κουλτούρας, βλέπεις, είναι σνομπ. Νομίζουν ότι αυτό τους δίνει αξία. Το θέμα όμως είναι να κάτσεις να μιλήσεις σαν ίσος προς ίσον με την κυρά-τάδε. Ν΄ακούσεις τον πόνο της. Η αρετή του συγγραφέα είναι να μένει σεμνός» έλεγε η ίδια