Το 80% των μωρών είναι κάτω των δύο κιλών.
Η κακή διατροφή, η ακραία μικρή ή μεγάλη ηλικία της μητέρας, περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως ρύπανση αλλά και η κατανάλωση αλκοόλ και κάπνισμα είναι μερικές μόνο από τις αιτίες που οι Ελληνίδες σήμερα γεννούν μωρά κάτω των 2 κιλών με συνέπεια να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας από την πρώτη στιγμή που έρχονται στον κόσμος.
Το χαμηλό βάρος γέννησης αποτελεί κρίσιμο παράγοντα της νεογνικής και βρεφικής θνησιμότητας και συνδέεται περαιτέρω με διάφορες μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην ολοκληρωμένη ανάλυση των τάσεων του χαμηλού βάρους γέννησης (LBWR) στην Ελλάδα από το 1980 έως το 2023. Η μελέτη διεξήχθη στη Γ’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που βρίσκεται στο Αττικό Νοσοκομείο, Αθήνα, Ελλάδα.
Πόσο μεγάλο ήταν το δείγμα;
Αναλύθηκαν συνολικά 4.593.229 γεννήσεις ζώντων και κατηγοριοποιήθηκαν με βάση το βάρος γέννησης. Το ετήσιο ποσοστό LBWR (βάρος γέννησης < 2.500 g) και το ποσοστό πολύ χαμηλού βάρους γέννησης (VLBWR) (βάρος γέννησης < 1.500 g) υπολογίστηκαν ανά 100 συνολικές γεννήσεις ζώντων παιδιών.
Μετά από μια δεκαετία σταθερότητας από το 1980 έως το 1990, το LBWR στην Ελλάδα εισήλθε σε μια 20ετή περίοδο σταθερής αύξησης (1990-2010), με APC 2,3 (95% CI: 1,9 έως 4,9). Κατά την πιο πρόσφατη περίοδο (2010-2023), η LBWR έχει παραμείνει σε υψηλά επίπεδα.
Το LBWR έφτασε στο χαμηλότερο σημείο του το 1982 στο 5,58% και αυξήθηκε κατά 80%, φθάνοντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα το 2022 και το 2023 στο 10,07% και 10,02%, αντίστοιχα. Από το 2008, παραμένει σταθερά πάνω από το 9%. Το VLBWR παρουσίασε σταθερή ανοδική τάση καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1980-2023 με APC 0,9 (95% CI: 0,7 έως 1,1) και αυξήθηκε από το χαμηλό 0,70% το 1980 στο μέγιστο 1,20% το 2010.
Φθίνουσα η τάση στην Ελλάδα
Κατά την περίοδο 1980-2023, το LBWR αυξήθηκε κατά 80%, με σημαντικές αυξητικές τάσεις στις δεκαετίες του 1990 και 2000, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος. Ενώ το συνολικό LBWR έχει σταθεροποιηθεί από το 2010, συνεχίζεται η αύξηση του ποσοστού των νεογνών με βάρος γέννησης < 2.000 g, τα οποία αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο δυσμενούς έκβασης. Η συνεχής παρακολούθηση του LBWR είναι απαραίτητη, παράλληλα με τις επενδύσεις στην εφαρμογή αποτελεσματικών, στοχευμένων παρεμβάσεων.
Το χαμηλό βάρος γέννησης (LBW) ορίζεται ως το βάρος γέννησης ζώντων νεογνών < 2.500 g, ανεξάρτητα από την ηλικία κύησης, και αποτελεί κρίσιμο παράγοντα νεογνικής και βρεφικής θνησιμότητας και νοσηρότητας. Το LBW περιλαμβάνει τα πρόωρα νεογνά (γεννημένα < 37 εβδομάδων κύησης), εκείνα με εμβρυϊκό περιορισμό ανάπτυξης (FGR) (< 10η εκατοστιαία θέση του βάρους για την ηλικία κύησης) ή συνδυασμό και των δύο. Το LBW είναι ένα ζωτικής σημασίας μέτρο δημόσιας υγείας που αναγνωρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως βασικός δείκτης για την αξιολόγηση των εθνικών πληθυσμών και τη διευκόλυνση των συγκρίσεων μεταξύ χωρών, ιδίως σε περιβάλλοντα όπου η ακριβής εκτίμηση της ηλικίας κύησης είναι δύσκολη [1-3].
Το LBW είναι ένα σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο, το οποίο συνδέεται τόσο με άμεσες όσο και με μακροπρόθεσμες συνέπειες που επηρεάζουν το ανθρώπινο κεφάλαιο. Πάνω από το 80% των νεογνικών θανάτων συμβαίνουν σε λιποβαρή νεογνά, με περίπου τα δύο τρίτα αυτών να είναι πρόωρα. Τα λιποβαρή νεογνά αντιμετωπίζουν υψηλότερους κινδύνους θνησιμότητας και μακροπρόθεσμα δυσμενή αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων των νευροαναπτυξιακών διαταραχών και της αυξημένης πιθανότητας εμφάνισης χρόνιων ασθενειών σε ενήλικες, όπως ο διαβήτης και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Η αντιμετώπιση του LBW είναι απαραίτητη για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της υγείας και τη μείωση του φορτίου των ασθενειών σε όλη τη διάρκεια της ζωής [1,4-6].
Στους παράγοντες που επηρεάζουν το LBW περιλαμβάνονται οι ακραίες ηλικίες της μητέρας (εφηβική εγκυμοσύνη και προχωρημένη ηλικία της μητέρας), οι πολλαπλές εγκυμοσύνες, οι μαιευτικές επιπλοκές, οι χρόνιες παθήσεις της μητέρας, οι λοιμώξεις και η κακή διατροφική κατάσταση της μητέρας. Πρόσθετοι παράγοντες που συμβάλλουν περιλαμβάνουν την έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, καθώς και τη χρήση καπνού και ουσιών. Το LBW συνδέεται επίσης στενά με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, με τεκμηριωμένο υψηλότερο επιπολασμό μεταξύ κοινωνικά υποβαθμισμένων οικογενειών και περιοχών, ανεξάρτητα από άλλους φυσιολογικούς ή σχετιζόμενους με ασθένειες παράγοντες [1,4-6].
Σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμάται ότι ο αριθμός των LBW νεογνών μειώθηκε από περίπου 22 εκατομμύρια σε 20 εκατομμύρια μεταξύ 2000 και 2020, αντιπροσωπεύοντας μείωση από περίπου 16,6% σε 14,7%. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ποσοστό των LBW ζωντανών γεννήσεων στις ανεπτυγμένες χώρες παρουσίασε ελάχιστη βελτίωση, μειούμενο μόνο ελαφρώς από 7,3% σε 7,2%. Αντίθετα, πιο σημαντικές μειώσεις παρατηρήθηκαν σε περιοχές με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση από LBW, όπως η Νότια Ασία και η υποσαχάρια Αφρική [1].
Ο ΠΟΥ έχει εγκρίνει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εφαρμογής με στόχο την επίτευξη μείωσης κατά 30% των γεννήσεων με λιποβαρείς γεννήσεις μεταξύ 2012 και 2025, καθιστώντας τις λιποβαρείς γεννήσεις ως βασικό δείκτη προόδου προς την επίτευξη των παγκόσμιων στόχων για την υγεία. Η σημασία του LBW ως σημαντικού δείκτη υγείας έγκειται στην ικανότητά του να αντικατοπτρίζει όχι μόνο την υγεία των βρεφών αλλά και τους παράγοντες κινδύνου της μητέρας, ενώ παράλληλα προβάλλει τις μελλοντικές επιπτώσεις στην υγεία του ενήλικου πληθυσμού [4-6]. Αυτό μας παρακίνησε να μελετήσουμε τις διαχρονικές τάσεις των ποσοστών LBW στον ελληνικό πληθυσμό από το 1980. Η έρευνα αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένων των αναφερόμενων υψηλών επιπέδων προωρότητας στη χώρα μας, καθώς ο πρόωρος τοκετός είναι ο πρωταρχικός παράγοντας που συμβάλλει στην εμφάνιση LBW [7]. Η στενή παρακολούθηση αυτών των τάσεων είναι απαραίτητη για τον εντοπισμό των αναγκών υγείας του πληθυσμού και μπορεί να δώσει πληροφορίες για την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών δημόσιας υγείας.