Η καθ. Εγκληματολογικής Ψυχολογίας Όλγα Θεμελή μιλά στο Infokids για την παιδική σεξουαλική κακοποίηση

Γνωστή για την εξαιρετική τεχνογνωσία της και το ερευνητικό της έργο στο τομέα των νομικών θεμάτων σχετικά με τα δικαιώματα του παιδιού, η καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, κα Όλγα Θεμελή, τοποθετήθηκε προ ημερών στο Ανώτατο Συμβουλευτικό Συμβούλιο του Hope For Children CRC Policy Center της Κύπρου.

Με την εξειδίκευση σε θέματα που αφορούν τη δικαιοσύνη ανηλίκων, την δικανική εξέταση παιδιών θυμάτων και μαρτύρων κακοποίησης, και την αποφυγή του κινδύνου δευτερογενούς κακοποίησης και επανατραυματισμού των παιδιών στα πλαίσια των διαδικασιών, η κα Θεμελή θα συνεισφέρει αμισθί στις προσπάθειες του Hope For Children για χάραξη πολιτικής, μεταφορά τεχνογνωσίας και εκπαίδευση επαγγελματιών, με ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα που αφορά τη βία ενάντια στα παιδιά και στη δικαιοσύνη ανηλίκων.

Με αφορμή τον διορισμό της, αλλά και τη σωρεία καταγγελιών και αποκαλύψεων για σεξουαλικές κακοποιήσεις η κα Θεμελή, μίλησε στο Infokids.cy αποκαλύπτοντας τις διαστάσεις του μείζονος αυτού ζητήματος, για τη σιωπή των θυμάτων, αλλά και τους τρόπους αντιμετώπισής του.

Τον τελευταίο καιρό, έχουν έρθει στο φως καταγγελίες για σεξουαλικές κακοποιήσεις γυναικών, αλλά και ανδρών, με αρκετούς να εξομολογούνται, ότι κακοποιήθηκαν σε παιδική ηλικία. Παρατηρούμε πολύ κόσμο να λέει «γιατί τώρα επέλεξαν να μιλήσουν;». Ποια απάντηση τους δίνουμε; Γιατί τα παιδιά σιωπούν;

Σε ερώτημα ακριβώς αυτό, στο κάθε δηλαδή συχνό, επίμονο, αδιάκριτο και ακόμα και επικριτικό «Γιατί;», βρίσκεται και η απάντηση. Γιατί υπάρχει έντονο το συναίσθημα της ενοχής και της ντροπής. Του φόβου και της ανασφάλειας. Του κινδύνου και «Μήπως φταίω εγώ;», «Μπορεί και να τιμωρηθώ αν μιλήσω;» «Τι θα συμβεί στο άτομο που με παραβίασε;» «Τι θα συμβεί σε μένα αν αποκαλύψω;» «Θα με πιστέψουν;» «Τι θα πω στους γονείς μου και πώς θα αντιδράσουν;» «Κι αν το μάθουν κι άλλοι που δε θέλω;». Τα ερωτήματα αυτά προσθέτουν ένα τεράστιο, ένα δυσβάσταχτο βάρος στους ήδη πολυ-ταλαιπωρημένους και τόσο αδύναμους παιδικούς ώμους.

Γιατί στην παιδική ηλικία κάθε παραβίαση της γενετήσιας ζωής υφαρπάζει ένα μέρος από την ίδια τη ζωή. «Και τώρα πώς συνεχίζω;», «Ποιος/ποια είμαι τώρα;» «Θα μπορέσω;», «Πώς θα γίνω και πάλι σαν τα άλλα παιδιά»; «Θα γίνω και πάλι αυτό που ήμουν πριν;». Γιατί ο βουβός θρήνος για τη νέα μετα-ζωή, το βαθύ πένθος της απώλειας, συμπαρασύρει τα πάντα. Η αποκάλυψη μιας τόσο ακραίας εμπειρίας είναι μια διαδικασία ενεργητική, απαιτητική, χρονοβόρα και ιδιαίτερα ψυχοφθόρα. Απαιτεί δύναμη, κουράγιο και ασφάλεια. Καθώς κυριαρχεί το έσχατο συναίσθημα το πόνου, η ζωτική ανάγκη ανασυγκρότησης του νέου εαυτού, η τιτάνια προσπάθεια συγκόλλησης των σπασμένων κομματιών, η βασανιστική μοναξιά, ο φόβος πανταχού παρών, η απόσυρση στο ασφαλές καταφύγιο της σιωπής φαντάζει ως η μόνη λύση. Οι έρευνες μάς επιβεβαιώνουν ότι στον συντριπτικό αριθμό των περιπτώσεων, η απόκρυψη, η άρνηση, η αποφυγή και η απώθηση θα οδηγήσουν τελικά σε ένα κελί ισόβιου εγκλεισμού.

Σε λιγοστές περιπτώσεις η αποκάλυψη θα έρθει με μεγάλη καθυστέρηση η οποία μπορεί α κυμαίνεται από 3 έως και πάνω από 18 χρόνια. Και τότε μια νέα θυματοποίηση θα συνθλίψει τον νέο εαυτό, αυτόν που ανασυγκροτήθηκε με τόσο πόνο και κόπο για να αποκτήσει επιτέλους φωνή. Το πέρασμα μέσα από το εχθρικό – έως και σήμερα- Σύστημα Ποινικού Μηχανισμού, παρά τις επιταγές της νομοθεσίας για μια φιλική προς τα παιδιά Δικαιοσύνη- ενέχει πολλούς κινδύνους για το ανήλικο θύμα καθώς νιώθει κάθε φορά να συναντά «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας».

Πολλαπλές, πολύωρες ακροάσεις και καταθέσεις σε αστυνόμους, εισαγγελείς, ανακριτές, πραγματογνώμονες, τεχνικούς συμβούλους, κοινωνικούς λειτουργού, δικηγόρους. Ερωτήσεις ακατάλληλες, από επαγγελματίες δίχως καμία εξειδίκευση στη δικανική εξέταση ανήλικων θυμάτων κακοποίησης. Επαναλήψεις διαδικασιών εξοντωτικών ακόμα και έναν ενήλικα. Καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης που απελπίζουν. Το ενήλικο πια θύμα έχασε την παιδική του ηλικία περιμένοντας, ευελπιστώντας, προσδοκώντας. Σε πόσες περιπτώσεις η θυματοποίηση έλαβε χώρα στα 7 έτη, η αποκάλυψη ακολούθησε στα 12, το σύστημα ενεργοποιήθηκε στα 16 και η υπόθεση έφτασε σε πρώτο βαθμό στα 19 για να καταστεί τελικά αμετάκλητη στα 24! Γιατί;

Όταν δε τα ΜΜΕ και ο αδηφάγος φακός συναντήσουν την ιστορία του θύματος, αναμένεται να λάβει χώρα μια ακόμα ψυχική λεηλασία προκειμένου να χορτάσει το άπληστο κοινό. Είναι τότε που παραβιάζεται κάθε αρχή δημοσιογραφικής δεοντολογίας, τότε που με τη διαρροή προανακριτικού υλικού παραβιάζεται η ιερή αρχή της μυστικότητας, τότε που ο περίφημος νόμος για την προστασία των προσωπικών δεδομένων μένει γράμμα κενό. Τότε που τα ανήλικα θύματα θα τρομάξουν τόσο, που αφού κάνουν εκατό βήματα πίσω, θα οδηγηθούν και πάλι στην ασφαλή τους κρύπτη. Γιατί;

Η σεξουαλική παραβίαση στα πρώιμα χρόνια συμπαρασύρει όλες τις διαστάσεις της ζωής του θύματος, το οποίο συνήθως επιλέγει τη σιωπή, ύστατη καταφυγή από τα δεινά του τραύματος, από το έσχατο συναίσθημα του πόνου. Σύμφωνα με ερευνητικά αποτελέσματα, το 30 με 80 τοις εκατό των παιδιών αρνείται να αποκαλύψει τη θυματοποίησή του μέχρι την ενηλικίωσή του. Η δε καθυστέρηση στην αποκάλυψη της παραβίασης, κυμαίνεται από 3 έως και 18 χρόνια Αλλά ακόμα και κατά την ενήλικη ζωή στην πλειοψηφία τα θύματα δε θα μιλήσουν ποτέ. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι τα ποσοστά αποκάλυψης είναι εξαιρετικά χαμηλά για τα αγόρια καθώς φοβούνται ιδιαιτέρα το στιγματισμό και την κοινωνική περιθωριοποίηση που συχνά επιβάλλουν οι στερεοτυπικές αντιλήψεις των συντηρητικών κοινωνιών.

Η ολοκληρωτική επιβολή του δράστη, η υποταγή, η μαθημένη αβοηθησία, η παγίδευση, ο συμβιβασμός, αλλά και ο φόβος αντιποίνων, η δημιουργία συναισθημάτων ντροπής και συνενοχής αποτελούν τις σημαντικότερες αιτίες της απόκρυψης. Η γονεϊκή αντίδραση, ιδίως της μητέρας, διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Μπορεί να σας ακουστεί παράδοξο, αλλά μόνον ένα στα δύο παιδιά γίνεται πιστευτό από τον ένα τουλάχιστον γονέα και ένα στα τέσσερα παιδιά δέχεται πιέσεις από τον ίδιο να αποσύρει τις κατηγορίες. Οι ανήλικοι καλούνται στη συνέχεια να διαχειριστούν ένα ακόμα τραύμα, αυτό της προδοσίας.

Ο σημαντικότερος παράγοντας όμως στην αποσιώπηση της κακοποίησης, είναι η σχέση θύματος – δράστη. Όσο πιο στενή η σχέση με το θύτη, τόσο πιο απίθανη η αποκάλυψη. Όταν ο δράστης είναι και ο φροντιστής του ανηλίκου τότε ο ιδιαίτερος δεσμός που τον συνδέει μαζί του και η ανάγκη για τη διασφάλιση της ακεραιότητας της οικογένειας, απομακρύνουν την πιθανότητα φανέρωσης της αλήθειας. Το κόστος της αποκάλυψης φαντάζει μεγαλύτερο από αυτό της απόκρυψης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα παιδιά θύματα των γονέων τους, περιγράφουν τη σχέση μαζί τους ως θετική, παρά την παραβίαση που έχουν υποστεί και δεν μπορούν να διανοηθούν ότι μπορεί να τιμωρηθούν εξαιτίας του. Το θύμα συνειδητοποιώντας ότι διακινδυνεύει τόσο τη σχέση με το πρόσωπο από το οποίο εξαρτάται, όσο και την ψυχική του υγεία, παγιδεύεται. Τελικά εισέρχεται σε μια «φάση αποφυγής» και επιλέγει ως έξοδο φυγής την απώθηση, ή όπως έχει πολύ χαρακτηριστικά ειπωθεί, «την τέχνη του να γνωρίζεις πώς να μη γνωρίζεις». Για όσους θυματοποιήθηκαν ως παιδιά, η άρνηση επιστρατεύεται ως η πιο εύκολη λύση καθώς η παραδοχή της αλήθειας φαντάζει οδυνηρότερη.

Έχετε γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Τα παιδία καταθέτει». Ποια ήταν η ιδέα για αυτό το βιβλίο και σε ποιους απευθύνεται;

Ήταν Δεκέμβρης μήνας όταν, πριν μια περίπου δεκαετία η γραφική και φιλήσυχη πόλη του Ρεθύμνου συγκλονίστηκε από μια υπόθεση παιδεραστίας πρωτόγνωρων διαστάσεων για τη δική μας έννομη τάξη. Η αποκάλυψη ότι στο πλαίσιο αθλητικής δραστηριότητας που ελάμβανε χώρα πάνω από μια δεκαετία, δεκάδες αγοριών είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον προπονητή τους, ήταν κάτι περισσότερο από τρομακτική.

Στη συνέχεια ακόμα πιο απειλητικός φάνταζε και ο τρόπος διερεύνησης της υπόθεσης. Πώς θα κατέθεταν πάνω από πενήντα περίπου παιδιά; Με ποιες διαδικασίες; Με ποιες επιστημονικές μεθόδους; Ποιοι επαγγελματίες του Συστήματος Δικαιοσύνης διέθεταν ειδικές γνώσεις και επάρκεια προκειμένου να λάβουν τις καταθέσεις τόσων παιδιών, αποφεύγοντας την επαναθυματοποίηση και τον επανατραυματισμό τους; Πόσες φορές θα κατέθεταν τα ανήλικα θύματα, για πόση ώρα, σε πόσους «ειδικούς», σε πόσες διαφορετικές δομές, φορείς, αφιλόξενα δωμάτια και οικήματα; Και μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, πώς θα ήταν δυνατή η προστασία της ιδιωτικότητας τους και η τήρηση των αρχών του απόρρητου και της εχεμύθειας σε μια μικρή πόλη στην καρδιά του χειμώνα;

Τότε ήταν που η έρευνα και η μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας, μας άνοιξε νέους «δρόμους».

Δρόμους φωτεινούς που οδηγούν με μεγάλη βεβαιότητα σε αυτό που αναζητούμε, την αλήθεια, δρόμους ασφαλείς που δεν επανατραυματιζουν και δεν επανακακοποιούν. Δρόμους πολύ πιο σύντομους και ευκολοδιάβατους, γνωστούς στον επιστημονικό κόσμο ήδη από τη δεκαετία του ’80. Αυτούς τους δρόμους παρουσιάζει το βιβλίο προτείνοντας ένα άλλο ταξίδι, μια άλλη διαδρομή προς την αποκάλυψη και την αλήθεια, χαρτογραφώντας την πορεία, δίνοντας «οδηγίες» για να αποφευχθούν οι κακοτοπιές και τα ατυχήματα: Μερικές από τις «οδηγίες» αυτές απαντούν στα ερωτήματα: Πόσο εύκολα αποκαλύπτει ένα παιδί τη σεξουαλική του παραβίαση; Τι είναι η δικανική εξέταση και τι περιλαμβάνει; Γιατί είναι θεμελιώδους σημασία η υιοθέτηση και η τήρηση ειδικού πρωτόκολλου δικανικής εξέτασης ανήλικων θυμάτων; Ποιοι οι βασικοί κανόνες και η δεοντολογία που το διέπουν;

Ποια στάδια ακολουθεί και πόση ώρα μπορεί να διαρκέσει; Πόσο σημαντική είναι η αναπτυξιακή αξιολόγηση του ερωτώμενου παιδιού και η προσαρμογή της όλης διαδικασίας στην η ηλικία του; Ποιες τεχνικές και ποια εξωλεκτικά βοηθήματα μπορεί να χρησιμοποιηθούν; Τι είδους ερωτήσεις μπορεί να γίνουν και πώς πρέπει να διατυπωθούν; Τι μπορεί να θυμηθεί ένα παιδί και πόσο ακριβής μπορεί να είναι η μνήμη του; Πώς μπορεί να διερευνηθεί αν λέει την αλήθεια;

Πώς γίνεται δικανική εξέταση παιδιών από διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο ή με ειδικές ανάγκες Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός καλού συνεντευκτή; Πώς μπορεί να διακρίνει τις αληθινές μαρτυρίες από τους ψευδείς ισχυρισμούς;

Γιατί η όλη διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα κατά τα διεθνή πρότυπα, μόνο στα «Σπίτια του Παιδιού» και σε καμία περίπτωση σε χώρους της αστυνομίας, της εισαγγελίας, του δικαστικού μεγάρου ή όπου αλλού; Γιατί χρειάζεται μία μόνο βιντεοσκοπημένη κατάθεση, από έναν εξειδικευμένο δικανικό ψυχολόγο και όχι πολλαπλές ακροάσεις από δεκάδες επαγγελματίες;

Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι στην Ελλάδα, παρά τη θεσμοθέτηση της δομής Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων – «Σπίτι του Παιδιού» (βλ. άρθρα 74, 75 και 76 του Κεφαλαίου Ε, Ν. 4478/2017, τη σύνταξη δομημένου πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων (Υ.Α 7320/2019 – ΦΕΚ 2238/Β/10-6-2019), την επιλογή και στη συνέχεια την εκπαίδευση δικανικών ψυχολόγων στο καλύτερο διεθνώς κέντρο εκπαίδευσης σε θέματα δικανικής εξέτασης στις ΗΠΑ, την ενοικίαση κτιρίων, παρά ακόμα και την έκδοση πορίσματος της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Πολίτη» για τις παραπάνω θλιβερές διαπιστώσεις, τίποτα δε λειτουργεί έως σήμερα. Γιατί;

Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το φαινόμενο;

«Για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Θέλει πολιτική βούληση, θέλει ενίσχυση της παιδείας, θέλει ενδυνάμωση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, θέλει ΜΜΕ μιας άλλης δεοντολογίας. Θέλει την καλλιέργεια μιας κουλτούρας ενσυναίσθησης για τον πόνο και τον τραυματισμό του άλλου και όχι αυτής της αυστηριοποίησης των ποινών.

Θέλει ένα σχολείο που να προτάσσει τον κοινωνικό έναντι το εκπαιδευτικού του ρόλου. Θέλει και πολίτες που να είναι διατεθειμένοι να δουν κατάματα αυτόν τον ήλιο και μαζί τους μύθους και τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις τους για την «καλή» ελληνική οικογένεια και το «κακό» θύμα που «τα ’θελε κα τα ’παθε», που «εάν δεν κουνούσε την ουρά του» ή «εάν έδινε δικαίωμα», τίποτα από όλα αυτά δεν θα του είχαν συμβεί.

Σε ένα Κράτος Δικαίου, η Πολιτεία χαράζει νομικό πολιτισμό τον οποίο πρώτη πρέπει να τιμά εάν θέλει να αξιώνει και από τους πολίτες της να κάνουν το ίδιο. Αυτό σημαίνει πρώτα απ΄ όλα την εφαρμογή του νομικού πλαισίου που έχει θεσπίσει. Εφαρμογή τόσο των αρχών και των επιταγών της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, όσο και του συνόλου του νομικού οπλοστασίου το οποίο έχει ως δικαιοταξία υιοθετήσει. Διαφορετικά ενέχει ο κίνδυνος της οικοδόμησης μιας ανομικής κοινωνίας δίχως καμία ασφάλεια Δικαίου.

Στη χώρα μας, αυτή η τάση της μη εφαρμογής της νομοθεσίας, η οποία στην ουσία σηματοδοτεί μια απαράδεκτη οπισθοδρόμηση -κυρίως στο πεδίο των δικαιωμάτων των ανηλίκων-, απέχει πολύ από τα διεθνή κεκτημένα. Η επαναθυματοποίηση και ο επανατραυματισμός των θυμάτων, από την Πολιτεία αυτή τη φορά- ως αποτέλεσμα της παραβίασης της υφιστάμενης νομοθεσίας και της υιοθέτησης αναχρονιστικών τακτικών, τείνει να γίνει ο κανόνας.

Μόνο η εμβληματική εμπέδωση του Δικαιώματος του παιδιού να έχει Δικαιώματα, θα μπορέσει να στρέψει τον Ήλιο πάνω μας, φωτίζοντας τα σκοτάδια μας. Μόνο τότε θα φτάσουμε βαθιά στην αλήθεια απαντώντας στον ποιητή: «Πώς το κέλυφος τούτο να διαπεράσεις με το ξίφος του δήθεν τελειωμένου ανθρώπου; Πώς να κατεβείς βαθιά, απ’ τα διάφανα μάτια των παιδιών, στον πρώτο θάνατο»;

Η κα Όλγα Θεμελή διδάσκει ως αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Εγκληματολογικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Μεταξύ άλλων, διετέλεσε Πρόεδρος του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης και της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων (ΚΕΣΑΘΕΑ) του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ενώ ήταν μέλος  νομοπαρασκευαστικών επιτροπών στην Ελλάδα.