“Στην κλασική μουσική παιδεία είναι απίθανο να υπάρξει κακοποίηση παιδιού – πλην μιας μοναδικής εξαίρεσης”

Όταν η κόρη μου ζήτησε να μάθει βιολί, στα 7 της χρόνια, με χαρά έσπευσα στο καλύτερο (σύμφωνα με τις φήμες) ωδείο της περιοχής που μένουμε και ζήτησα να μιλήσω με τον καθηγητή. Βρέθηκα σε ένα εξαιρετικά μικρό δωμάτιο, με έναν μεσήλικα πολύ σοβαρό κύριο, ο οποίος μου εξήγησε ότι εκεί θα γινόταν το μάθημα, θα ήταν ατομικό και μου μίλησε για τη μέθοδο που χρησιμοποιούσε, το βιολί που αρχικά θα χρειαζόμασταν κλπ. Ομολογώ, ότι παρόλο που τίποτα δεν δημιουργούσε την παραμικρή υποψία, η σκέψη ότι η μικρή μου θα ήταν κλεισμένη σε έναν τόσο μικρό (σαν αποθηκούλα) χώρο, για μία ώρα, με έναν εντελώς άγνωστο άντρα με έφερε σε αμηχανία. Ίσως ήταν και ο βασικός λόγος που τα μαθήματα αυτά δεν έγιναν ποτέ. Χαρακτηρίστε με υπερβολική -αντιτάξτε μου, ότι της έκοψα τα φτερά από υπερπροστατευτικότητα και ότι αν σκέφτονταν έτσι όλοι, δεν θα είχαμε πια σπουδαίους σολίστες. Τρία χρόνια μετά δεν το έχω μετανιώσει και με όλα αυτά που αποκαλύπτονται, με σεξουαλικές επιθέσεις δασκάλων σε μαθητές, επιμένω να “φυλάω” τα ρούχα μου. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ, ότι υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον χώρο του αθλητισμού και αυτόν της κλασσικής τέχνης.

Ο γνωστός πιανίστας και βραβευμένος παιδαγωγός πιάνου, με τεράστια πείρα σε σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα, κ. Κοσμάς Λαπατάς, με αφορμή τα τελευταία τραγικά γεγονότα από τον χώρο της ιστιοπλοΐας, μιλώντας στο Infokids.gr, θέλησε να υπογραμμίσει, ότι η κατάσταση δεν είναι ίδια στον χώρο της κλασικής μουσικής εκπαίδευσης και οι γονείς δεν θα πρέπει να ανησυχούν για έναν βασικό λόγο: Την απόλυτη πειθαρχία των καθηγητών. Προσθέτει δε πόσο μπορεί να βοηθήσει ένα σεξουαλικά κακοποιημένο παιδί η μουσική, μέσω της μουσικοθεραπείας:

Κατά τη διάρκεια των 26 ετών που διδάσκω δεν έγινα ποτέ μάρτυρας παιδικής ή εφηβικής σεξουαλικής κακοποίησης, ούτε έχω ακούσει κάποιο παρόμοιο περιστατικό από συναδέλφους. Μοναδική εξαίρεση ήταν πριν λίγα χρόνια ένα περιστατικό με ένα διάσημο σολίστ και καθηγητή οργάνου -σε πασίγνωστο ωδείο- ο οποίος παρενοχλούσε κάποια συγκεκριμένη μαθήτρια του. Το γεγονός προβλήθηκε σε όλα τα μέσα ΜΜΕ και προκάλεσε τεράστια έκπληξη λόγω της εξαιρετικής σπανιότητας του γεγονότος.

Είναι γνωστό πως στους κόλπους της κλασσικής μουσικής παιδείας -στην οποία ανήκω- δεν υπάρχουν ‘παρεκκλίσεις’ συμπεριφορών. Στα 22 χρόνια που σπούδαζα αλλά και στα 26 χρόνια που διδάσκω μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι στον δικό μου κλάδο διδάσκουν οι πλέον ψυχικά υγιείς δάσκαλοι και καθηγητές και φοιτούν τα πλέον ψυχικά υγιή και ισορροπημένα παιδιά και έφηβοι. Αυτό δηλαδή που αποκαλούν παγκοσμίως ως ‘αφρόκρεμα’ ισχύει στον χώρο της κλασσικής μουσικής εκπαίδευσης και ειδικά στον τομέα της διδασκαλίας όπου εκεί δεν υπάρχει ίχνος ματαιοδοξίας αλλά αλτρουιστική, αγνή και αμόλυντη αγάπη για τα παιδιά και τη διδασκαλία. Θα έλεγα με απόλυτη βεβαιότητα ότι ακόμα και συνάδελφοι οι οποίοι δεν γεννήθηκαν για να διδάσκουν ή δεν αγαπούν με ζήλο τη διδασκαλία και τα παιδιά, ή ακόμα και εκνευρίζονται ή θεωρούν υποτιμητικό να διδάσκουν παιδιά είναι περισσότερο ψυχικά υγιείς και κατάλληλοι να βρίσκονται δίπλα σε παιδιά, από οποιοδήποτε άλλο εκπαιδευτικό.

Γιατί κάποιοι γονείς μπορεί να διστάζουν να εμπιστευτούν τον καθηγητή μουσικής;

Δυστυχώς στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στον τομέα της ομαδικής άθλησης αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς υπάρχουν αρκετά περιστατικά μη εκπαιδευτικής ‘προσέγγισης΄ των παιδιών και γνωρίζω και εγώ προσωπικά κάποια από αυτά από τους μαθητές μου και τους γονείς και κηδεμόνες τους. Αυτός είναι ίσως και ο μοναδικός λόγος που κάποιοι –ελάχιστοι- γονείς να διστάσουν να εμπιστευτούν ομαδικά, ατομικά, ιδιαίτερα ή ωδειακά μαθήματα μουσικής για το παιδί τους. Η πιθανότητα όμως να συμβεί οποιοδήποτε είδους κακοποίηση ή παρενόχληση σε αυτούς τους χώρους είναι σχεδόν μηδενική σύμφωνα με όλες τις παγκόσμιες στατιστικές. Ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός: Εκπαιδευτικοί που έχουν σπουδάσει από 14 -το ελάχιστο- έως 22 χρόνια μέσα στην κλασσική μουσική, προέρχονται από ανάλογα οικογενειακά, ακαδημαϊκά, κοινωνικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα όπου κυριαρχεί ή απόλυτη ψυχική, πνευματική, συναισθηματική και σωματική πειθαρχία και ισορροπία. Όταν ένας άνθρωπος ζει, σκέφτεται και εκπαιδεύεται σαν ‘ολυμπιονίκης’ για ένα διάστημα που είναι σχεδόν διπλάσιο αυτό ενός ιατρού, έχει ‘προγραμματίσει’ και τον εγκέφαλο και την ψυχή του ανάλογα. Ο κόσμος της κλασσικής μουσικής παιδείας ανέκαθεν ήταν, είναι και θα είναι συνυφασμένος με την λέξη ‘ελίτ΄ για αυτούς ακριβώς τους λόγους, και όχι λόγω κάποιας ‘ανώτερης οικονομικής επιφάνειας’ όπως κάποιοι πίστευαν πριν πολλά χρόνια. Επιπλέον η μουσική διδασκαλία –ειδικά η κατ’οίκον- βασίζεται κατά 99% στο λεγόμενο ‘word of mouth’. Η μία οικογένεια συστήνει ένα δοκιμασμένο καθηγητή στην άλλη και ούτω καθεξής. Παιδιά-γονείς-καθηγητές είναι μια ιερή τριάδα, μέρος ενός καθημερινού οικογενειακού κύκλου όπου παιδιά και γονείς βλέπουν στο πρόσωπο του εκπαιδευτικού το δάσκαλο, τον μέντορα, τον αδερφό, τον φίλο, τον άνθρωπο που μεταμορφώνει -πάντα προς το καλύτερο- το πνεύμα, την ψυχή και τη ζωή των παιδιών τους μέσω της αγάπης, του ήθους, της αξίας, της δικαιοσύνης, της πίστης, της τόλμης και του ταλέντου.

Βάλσαμο η μουσικοθεραπεία στην ψυχή των σεξουαλικώς κακοποιημένων παιδιών

Η µουσικοθεραπεία είναι ένα καθιερωµένο επάγγελμα στον χώρο της υγείας στο οποίο η μουσική χρησιμοποιείται για να υπηρετήσει τις φυσικές, συναισθηματικές, γνωστικές και κοινωνικές ανάγκες των ατόκων. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες κάθε παιδιού ο µουσικοθεραπευτής φροντίζει για την κατάλληλη θεραπεία (τραγούδι, όργανο, κίνηση, ενεργή ή παθητική ακρόαση, αυτοσχεδιασμός, σύνθεση, μουσική δημιουργική απασχόληση). Επίσης η µουσικοθεραπεία προσφέρει έναν τρόπο επικοινωνίας για τα παιδιά που δυσκολεύονται να εκφραστούν µέσα από τον λόγο και αφορά πολλούς τομείς όπως φυσική αποκατάσταση, διευκόλυνση κίνησης, αύξηση κινήτρων, συναισθηματική στήριξη για τα παιδιά και τις οικογένειές τους, έκφραση συναισθηµάτων κλπ.

Η δηµιουργική µουσικοθεραπεία που προτιμάται είναι µια προσέγγιση που βασίζεται στο µουσικό αυτοσχεδιασµό των Nordoff-Robbins). Ο µουσικοθεραπευτής απευθύνεται στο µουσικό παιδί, δηλαδή στο υγιές κοµµάτι του παιδιού. Οι µουσικές ανταποκρίσεις του ατόµου, καθρεφτίζουν την ψυχική του κατάσταση και βοηθούν τον θεραπευτή να καταλάβει που βρίσκεται ο πάσχων σε κάθε συνεδρία. Ο κυρίαρχος τρόπος έκφρασης του παιδιού είναι να δηµιουργεί αυτοσχέδιες µουσικές ιστορίες και ταυτόχρονα να εκφράζει τα συναισθήµατα, τις σκέψεις και τα βιώµατά του. Μέσω της μουσικής το κακοποιημένο παιδί καταλαβαίνει τον εαυτό του και αντιμετωπίζει ζητήματα όπως απώλεια, φόβο, επιβίωση ή ασφάλεια. Οι μουσικές συνεδρίες καλό είναι να γίνονται στον ίδιο χώρο, την ίδια ημέρα, την ίδια ώρα, με την ίδια διάρκεια και µε τα ίδια µουσικά όργανα. Τα παιδιά δεν χρειάζεται µιλήσουν για τις λεπτοµέρειες του γεγονότος, ούτε να ονοµάσουν τα επώδυνα συναισθήµατα που βιώνουν. Το παιχνίδι µε τη µουσική, η δηµιουργία κομματιών ή τραγουδιών ή στίχων, είναι στην ουσία µια διαδικασία απελευθέρωσης. Τα παιδιά προβάλλουν στη µουσική το υλικό που έχουν απωθήσει στο ασυνείδητο τους, εκφράζονται και δημιουργούν και νιώθουν ελεύθερα και ασφαλή.”