Παρασκευή 14 Νοεμβρίου
bool(true)
Array
(
    [category] => Αποδράσεις - Ταξίδια
    [link] => https://www.infokids.gr/category/psychagogia/apodraseis-taksidia/
    [id] => 67
)

Δρ João Breda, επικεφαλής ΠΟΥ Ελλάδας, στο Infokids: Ένας στους 4 εφήβους αντιμετωπίζει ψυχική διαταραχή

Μία σημαντική συνομιλία με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας με τον Δρ João Breda, Eπικεφαλής του Γραφείου του ΠΟΥ για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών στην Αθήνα, Ειδικό Απεσταλμένο του Περιφερειακού Διευθυντή του ΠΟΥ/Ευρώπης και Επικεφαλής του Γραφείου του ΠΟΥ στην Ελλάδα.

Δρ. Breda σας ευχαριστώ που για άλλη μία φορά ανταποκρίνεστε στο κάλεσμα του Infokids. Να ξεκινήσουμε με την ερώτηση ποια είναι σήμερα τα μεγαλύτερα προβλήματα ψυχικής υγείας για παιδιά/εφήβους στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα;

Η ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων αποτελεί μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις δημόσιας υγείας στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του ΠΟΥ. Πάνω από 24 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι ηλικίας 0–19 ετών ζουν με κάποια ψυχική διαταραχή, ενώ στην ηλικιακή ομάδα 15–19 σχεδόν ένας στους πέντε αντιμετωπίζει μια πάθηση που επηρεάζει σημαντικά την καθημερινότητά του. Η αυτοκτονία παραμένει η δεύτερη κύρια αιτία θανάτου για τους νέους 15–29 ετών και μία από τις βασικές αιτίες θανάτου στους εφήβους 10–19 ετών. Τα στοιχεία αυτά συνδέονται άμεσα με τα αυξανόμενα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης, ιδιαίτερα στα κορίτσια, καθώς και με την αύξηση των περιστατικών αυτοτραυματισμού. Παρά την ανησυχητική αυτή εικόνα, λιγότερα από τα μισά παιδιά που χρειάζονται ψυχολογική στήριξη την λαμβάνουν, κυρίως λόγω ελλείψεων σε υπηρεσίες που να είναι προσβάσιμες, κατάλληλες και προσαρμοσμένες στις ανάγκες των νέων. 

Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι εξίσου ανησυχητική. Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα του ΠΟΥ/Ευρώπης, ένας στους τέσσερις Έλληνες εφήβους 15–19 ετών ζει με κάποια ψυχική διαταραχή, ενώ ο αυτοτραυματισμός είναι η έκτη αιτία θανάτου τόσο στην ηλικιακή ομάδα 10–14 όσο και στην ομάδα 15–19. Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν την επιτακτική ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση, πρόληψη και παρέμβαση, καθώς και για την ανάπτυξη  ποιοτικών και προσβάσιμων υπηρεσιών που  προάγουν τα δικαιώματα των παιδιών και είναι προσανατολισμένες στις ανάγκες των παιδιών και των νέων. 

Το ψηφιακό bullying έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Τι μπορούν να κάνουν οικογένειες και σχολεία; 

Η διεθνής έρευνα του ΠΟΥ Health Behaviours in School-Aged Children (HBSC) καταγράφει αύξηση του διαδικτυακού εκφοβισμού μεταξύ 2018 και 2022, τόσο στα παιδιά που υφίστανται όσο και σε εκείνα που ασκούν εκφοβισμό. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που διαμορφώνεται από κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, καθώς και τις συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις και απαιτεί συντονισμένες, τεκμηριωμένες παρεμβάσεις σε πολλαπλά επίπεδα, με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων – από τα σχολεία και τις οικογένειες έως τις κοινότητες και τις ψηφιακές πλατφόρμες. Η έρευνα υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για άμεσες, ολοκληρωμένες και βασισμένες σε επιστημονικά δεδομένα δράσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, καθώς και για πολιτικές και προγράμματα που καλλιεργούν την ενσυναίσθηση, τον σεβασμό και την ανθεκτικότητα στους εφήβους. 

Ο ΠΟΥ, μέσα από το Helping Adolescents Thrive Toolkit, προτείνει μια ολιστική προσέγγιση για την ενίσχυση της πρόληψης με τη συμμετοχή ολόκληρης της κοινωνίας («whole-of-society approach») – οικογενειών, σχολείων, κοινοτήτων, θεσμών, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών καθώς και άλλων φορέων. Ο στόχος είναι σαφής: να δημιουργηθούν υποστηρικτικά περιβάλλοντα, να ενισχυθεί η φωνή και η συμμετοχή των νέων και να διασφαλιστεί μια συντονισμένη, επιστημονικά τεκμηριωμένη δράση για την ψυχική υγεία και ευημερία των εφήβων.

Επιπλέον, το «Addressing the Digital Determinants of Youth Mental Health and Well-being: Policy Brief» υπογραμμίζει την ανάγκη λογοδοσίας των ψηφιακών πλατφορμών, καθώς και την υιοθέτηση ισχυρότερων μέτρων προστασίας στο διαδίκτυο. Οι συστάσεις αυτές συμπληρώνουν τις δράσεις που υλοποιούνται στα σχολεία και συμβάλλουν στην αποτελεσματική προστασία των νέων τόσο στα σχολικά περιβάλλοντα όσο και στις ψηφιακές πλατφόρμες όπου περνούν μεγάλο μέρος του χρόνου τους. 

Και για το “φυσικό” bullying στο σχολείο; Πώς ενδυναμώνουμε τα παιδιά ώστε να μιλήσουν;

Ο σχολικός εκφοβισμός εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή πρόκληση για την ψυχική υγεία των εφήβων σε όλη την Ευρώπη. Περίπου το 11% των εφήβων δηλώνει ότι έχει υποστεί εκφοβισμό στο σχολείο, ενώ το 6% παραδέχεται ότι έχει εκφοβίσει άλλους. Ένας στους δέκα εφήβους έχει συμμετάσχει σε σωματικούς καβγάδες, με τα αγόρια να καταγράφουν σχεδόν διπλάσια συχνότητα (14%) σε σχέση με τα κορίτσια (6%). Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν την ανάγκη για παρεμβάσεις που λαμβάνουν υπόψη τις έμφυλες ανάγκες. Στα αγόρια, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να επικεντρώνονται στην ενίσχυση της συναισθηματικής ρύθμισης και των κοινωνικών δεξιοτήτων· ενώ στα κορίτσια, στην πρόληψη και αντιμετώπιση του διαδικτυακού εκφοβισμού, στην ενδυνάμωση της ψηφιακής ασφάλειας και στην καλλιέργεια μιας συμπεριληπτικής σχολικής κουλτούρας που προάγει την ενσυναίσθηση και τον σεβασμό (HBSC).

Η ενδυνάμωση των παιδιών ώστε να εκφράζονται ανοιχτά εξαρτάται από τη δημιουργία σχολικών περιβαλλόντων που είναι ασφαλή, συμπεριληπτικά και ανταποκρίνονται στις ατομικές και συλλογικές ανάγκες των μαθητών, διασφαλίζοντας ότι η φωνή τους θα ακουστεί και ότι θα προστατευτούν χωρίς στίγμα. Οι γονείς μπορούν να διαδραματίσουν επίσης σημαντικό ρόλο, αναγνωρίζοντας το φαινόμενο του εκφοβισμού, ενθαρρύνοντας την αναζήτηση βοήθειας και την ανοιχτή και ουσιαστική επικοινωνία, συνεργαζόμενοι στενά με τους εκπαιδευτικούς και την ευρύτερη κοινότητα. 

Στην εποχή των social media, αρκετοί γονείς “χάνονται” ψηφιακά. Ποιες οι επιπτώσεις και τι αλλάζουμε;

Η επίδραση της τεχνολογίας στην ψυχική υγεία των νέων είναι διττή: υπάρχουν τόσο οφέλη όσο και αρνητικές συνέπειες, με τα πιο ευάλωτα παιδιά να πλήττονται περισσότερο. Έρευνες δείχνουν ότι οι μη ενεργοί χρήστες αναφέρουν χαμηλότερη ψυχική και κοινωνική ευημερία, ενώ εκείνοι που χρησιμοποιούν πολύ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -αλλά όχι με προβληματικό τρόπο- τείνουν να έχουν τα υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ευημερίας. Αντίθετα, οι  χρήστες που κάνουν προβληματική χρήση του διαδικτύου αναφέρουν χαμηλότερη ψυχική και κοινωνική ευημερία, αυξημένη χρήση ουσιών και χειρότερες συνήθειες ύπνου, που μπορεί να επηρεάσει τη συνολική υγεία και την ακαδημαϊκή επίδοση. 

Τα ευρήματα δείχνουν ότι δεν έχει σημασία μόνο πόσο χρόνο περνούν οι νέοι στο διαδίκτυο, αλλά κυρίως πώς το χρησιμοποιούν. Ο τρόπος χρήσης είναι αυτός που καθορίζει αν η εμπειρία θα είναι ωφέλιμη ή επιζήμια, με πιθανές μακροπρόθεσμες συνέπειες για την ανάπτυξη και την ψυχική τους υγεία. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι οι οικογένειες μπορούν να καλλιεργήσουν υγιείς ψηφιακές συνήθειες στο σπίτι. Αυτό περιλαμβάνει πρακτικές που δίνουν προτεραιότητα στην παρουσία και τη σύνδεση: την από κοινού παρακολούθηση και συζήτηση του διαδικτυακού περιεχομένου με τα παιδιά, τη δημιουργία “ζωνών χωρίς οθόνες” κατά τη διάρκεια των γευμάτων και πριν τον ύπνο, καθώς και την υιοθέτηση ισορροπημένων προτύπων χρήσης από τους ίδιους τους γονείς. Εξίσου σημαντική είναι η επένδυση σε εναλλακτικές offline δραστηριότητες -δημιουργικές, κοινωνικές και σωματικές- που εμπλουτίζουν τη ζωή των παιδιών. Όταν οι γονείς είναι «συνδεδεμένοι αλλά όχι απορροφημένοι» τα παιδιά νιώθουν πιο ασφαλή και αποκτούν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα.

Τι σημαίνει “ψυχική ανθεκτικότητα” στην πράξη για τα παιδιά; Πώς τη χτίζουν οι γονείς;

Ψυχική ανθεκτικότητα σημαίνει ότι τα παιδιά και οι έφηβοι διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους και εργαλεία για να αντιμετωπίζουν δυσκολίες και να ανακάμπτουν από προκλήσεις. Οι πόροι και τα εργαλεία αυτά δεν είναι μόνο ατομικά· καλλιεργούνται μέσα από ουσιαστικές και σταθερές σχέσεις με γονείς και συνομηλίκους, στα υποστηρικτικά σχολικά περιβάλλοντα και στις κοινότητες που δίνουν χώρο στους νέους να ακουστούν. 

Η ανθεκτικότητα ενισχύεται μέσα από παρεμβάσεις που καλλιεργούν κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες, ενδυναμώνουν τους γονείς να καλλιεργούν θετικούς οικογενειακούς δεσμούς και εξοπλίζουν τα σχολεία με εργαλεία για την προαγωγή της ψυχικής υγείας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό τα σχολεία να συνεργάζονται με τους οικογένειες, τις κοινότητες και τις υπηρεσίες ώστε να δημιουργούν ασφαλή, υποστηρικτικά και συμμετοχικά μαθησιακά περιβάλλοντα, βοηθώντας τα παιδιά να αναπτύξουν δεξιότητες συναισθηματικής ρύθμισης, συνεργασίας και λήψης αποφάσεων. 

Μετά την COVID-19 βλέπουμε περισσότερα άγχος/κατάθλιψη. Ποιες πολιτικές πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης είναι πιο αποτελεσματικές; Τι παραδείγματα μπορεί να ακολουθήσει η Ελλάδα;

Οι διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές αναδεικνύουν τις βασικές στρατηγικές που περιγράφονται στο Helping Adolescents Thrive (HAT) toolkit του ΠΟΥ/UNICEF. Αυτές περιλαμβάνουν: την εφαρμογή υποστηρικτικών πολιτικών και νόμων μέσω μιας διακυβερνητικής και διατομεακής προσέγγισης· τη δημιουργία ασφαλών και ευνοϊκών περιβαλλόντων σε σχολεία, κοινότητες και ψηφιακούς χώρους· την ενίσχυση της γνώσης και των δεξιοτήτων των γονέων· και την παροχή τεκμηριωμένων ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων για πρόληψη και έγκαιρη υποστήριξη. Παράλληλα, δράσεις όπως η συμμετοχή των νέων και η ενδυνάμωση των επαγγελματιών αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για μια ολοκληρωμένη στρατηγική. 

Η Ελλάδα όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές, αλλά αποτελεί και παράδειγμα για την Περιφέρεια. Έχει αναδείξει την ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων σε εθνική προτεραιότητα και υποστηρίζει το Πρόγραμμα για την Ποιότητα της Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων, που υλοποιείται μέσω του Γραφείου του ΠΟΥ στην Αθήνα για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών. 

Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, ο ΠΟΥ έχει αναπτύξει και εφαρμόζει πιλοτικά τα πρώτα παγκοσμίως Πρότυπα Ποιότητας για την Ψυχική Υγεία Παιδιών και Εφήβων, τα οποία συνδιαμορφώθηκαν με επαγγελματίες ψυχικής υγείας, εθνικούς και διεθνείς ειδικούς, γονείς και -κυρίως- τους ίδιους τους νέους. Τα πρότυπα αυτά έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν ότι κάθε παιδί και έφηβος θα έχει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας φροντίδα που είναι ασφαλής, συμπεριληπτική, βασισμένη στα δικαιώματα  με έμφαση στην πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα είναι μία από τις πρώτες χώρες που τα εφαρμόζουν πιλοτικά, συμβάλλοντας στη δημιουργία καλών πρακτικών που μπορούν να εμπνεύσουν ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του ΠΟΥ.  

Να κλείσουμε με μία συμβουλή προς τους γονείς με αφορμή τη σημερινή ημέρα;

Προτεραιοποιήστε τη σύνδεση και όχι τη διόρθωση. Ακόμη και πέντε λεπτά την ημέρα αδιάλειπτης, ποιοτικής παρουσίας με το παιδί σας -χωρίς οθόνες- όπου ακούτε ενεργά, αναγνωρίζετε τα συναισθήματα και επικυρώνετε τις εμπειρίες του, αποτελούν μια από τις ισχυρότερες μορφές πρόληψης. Αν παρατηρήσετε ανησυχητικές συμπεριφορές, αναζητήστε έγκαιρα βοήθεια από έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας: η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής ενός παιδιού, διαμορφώνοντας το μέλλον του ως ενήλικα, τον τρόπο που θα εργαστεί, θα σχετιστεί και θα αλληλεπιδρά με τους άλλους. 

Διαβάστε επίσης:

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας: Όταν η μαμά ή ο μπαμπάς παλεύει με το άγχος

Ν. Παπανδρέου για τον ψηφιακό εθισμό: «Τα παιδιά ξέρουν ότι το κινητό τους κάνει κακό – δεν ξέρουν όμως πώς να το σταματήσουν»

Ροή Ειδήσεων