Είναι όμως φίλος. Από την Θεσσαλονίκη. Δυο μέτρα λεβέντης.
Παλιά τρώγαμε έξω κάθε φορά που κατέβαινε Αθήνα. Οι 2 μας. Τα τσούζαμε και λίγο. Μετά από το κρασί έβγαιναν πάντα οι αλήθειες.
Είχε έναν αφοπλιστικό τρόπο να σε καθηλώνει όταν έλεγε κάτι. Και το έλεγε πάντα ωραία ο μπαγάσας.
Εκείνη τη βραδιά η κουβέντα ήταν για τις γυναίκες. Στεφανάκι μου λέει, άκου τι έλεγε ο μπαμπάς μου για τις γυναίκες κι έλαμψε ένα πονηρό γελάκι στην άκρη των χειλιών του..
«Ο χειρότερος άντρας είναι η καλύτερη γυναίκα»…
Σκάσαμε κι οι δύο στα γέλια. Όχι μόνο για την υπερβολή αλλά και για τον τρόπο που το είπε..
Κι εκεί που γελάγαμε ο φίλος μου άρχισε να κλαίει.
Ήρεμα στην αρχή, πιο έντονα μετά, με λυγμούς στο τέλος… Δεν είχα ιδέα γιατί έκλαιγε. Ούτε ήξερα πώς να αντιδράσω. Σεβάστηκα το φίλο μου και τη στιγμή και τον άφησα να ξεσπάσει.
«Τι έγινε ρε Μπάμπη»? τον ρώτησα στο τέλος
«Ο πατέρας μου ρε..
Δεν τον έχω πια στη ζωή μου..
Έφυγε ξαφνικά πριν χρόνια..
Κι εγώ δεν πρόλαβα να του πω πόσο τον αγαπάω..
Μόνο όταν έφυγε κατάλαβα το μεγαλείο του..»
Είχα μείνει να κοιτάω το φίλο μου και να πονάω κι εγώ μαζί του..
Τα’χουμε δεδομένα τα πράγματα στη ζωή. Και τους γονείς μας μαζί…Και δεν είναι.
Μια ωραία πρωία την κάνουν και μένουμε με τα χρωστούμενα..
Κι όλα αυτά που θέλαμε να τους πούμε και δεν είπαμε ποτέ..